ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κουράζω
- κουράζεις
- κουράζει
- κουράζουμε
- κουράζετε
- κουράζουν
Υποτακτική
- νά κουράζω
- νά κουράζεις
- νά κουράζει
- νά κουράζουμε
- νά κουράζετε
- νά κουράζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κούραζα
- κούραζες
- κούραζε
- κουράζαμε
- κουράζατε
- κούραζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κουράζω
- θά κουράζεις
- θά κουράζει
- θά κουράζουμε
- θά κουράζετε
- θά κουράζουν
Στιγμιαίος
- θά κουράσω
- θά κουράσεις
- θά κουράσει
- θά κουράσουμε
- θά κουράσετε
- θά κουράσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κούρασα
- κούρασες
- κούρασε
- κουράσαμε
- κουράσατε
- κούρασαν
Υποτακτική
- νά κουράσω
- νά κουράσεις
- νά κουράσει
- νά κουράσουμε
- νά κουράσετε
- νά κουράσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κουράσει
- έχεις κουράσει
- έχει κουράσει
- έχουμε κουράσει
- έχετε κουράσει
- έχουν κουράσει
Υποτακτική
- νά έχω κουράσει
- νά έχεις κουράσει
- νά έχει κουράσει
- νά έχουμε κουράσει
- νά έχετε κουράσει
- νά έχουν κουράσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κουράσει
- είχες κουράσει
- είχε κουράσει
- είχαμε κουράσει
- είχατε κουράσει
- είχαν κουράσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κουράσει
- θά έχεις κουράσει
- θά έχει κουράσει
- θά έχουμε κουράσει
- θά έχετε κουράσει
- θά έχουν κουράσει