EL.png κουράζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κουράζω
  • κουράζεις
  • κουράζει
  • κουράζουμε
  • κουράζετε
  • κουράζουν

Υποτακτική

  • νά κουράζω
  • νά κουράζεις
  • νά κουράζει
  • νά κουράζουμε
  • νά κουράζετε
  • νά κουράζουν
 

Προστακτική

  • κούραζε
  • κουράζετε

Μετοχή

  • κουράζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κούραζα
  • κούραζες
  • κούραζε
  • κουράζαμε
  • κουράζατε
  • κούραζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κουράζω
  • θά κουράζεις
  • θά κουράζει
  • θά κουράζουμε
  • θά κουράζετε
  • θά κουράζουν

Στιγμιαίος

  • θά κουράσω
  • θά κουράσεις
  • θά κουράσει
  • θά κουράσουμε
  • θά κουράσετε
  • θά κουράσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κούρασα
  • κούρασες
  • κούρασε
  • κουράσαμε
  • κουράσατε
  • κούρασαν

Υποτακτική

  • νά κουράσω
  • νά κουράσεις
  • νά κουράσει
  • νά κουράσουμε
  • νά κουράσετε
  • νά κουράσουν
 

Προστακτική

  • κούρασε
  • κουράστε

Απαρέμφατο

  • κουράσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κουράσει
  • έχεις κουράσει
  • έχει κουράσει
  • έχουμε κουράσει
  • έχετε κουράσει
  • έχουν κουράσει

Υποτακτική

  • νά έχω κουράσει
  • νά έχεις κουράσει
  • νά έχει κουράσει
  • νά έχουμε κουράσει
  • νά έχετε κουράσει
  • νά έχουν κουράσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κουράσει
  • είχες κουράσει
  • είχε κουράσει
  • είχαμε κουράσει
  • είχατε κουράσει
  • είχαν κουράσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κουράσει
  • θά έχεις κουράσει
  • θά έχει κουράσει
  • θά έχουμε κουράσει
  • θά έχετε κουράσει
  • θά έχουν κουράσει