EL.png χώνομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χώνομαι
  • χώνεσαι
  • χώνεται
  • χωνόμαστε
  • χώνεστε
  • χώνονται

Υποτακτική

  • νά χώνομαι
  • νά χώνεσαι
  • νά χώνεται
  • νά χωνόμαστε
  • νά χώνεστε
  • νά χώνονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • χωνόμουν
  • χωνόσουν
  • χωνόταν
  • χωνόμαστε
  • χωνόσαστε
  • χώνονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χώνομαι
  • θά χώνεσαι
  • θά χώνεται
  • θά χωνόμαστε
  • θά χώνεστε
  • θά χώνονται

Στιγμιαίος

  • θά χωθώ
  • θά χωθείς
  • θά χωθεί
  • θά χωθούμε
  • θά χωθείτε
  • θά χωθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • χώθηκα
  • χώθηκες
  • χώθηκε
  • χωθήκαμε
  • χωθήκατε
  • χώθηκαν

Υποτακτική

  • νά χωθώ
  • νά χωθείς
  • νά χωθεί
  • νά χωθούμε
  • νά χωθείτε
  • νά χωθούν
 

Προστακτική

  • χώσου
  • χωθείτε

Απαρέμφατο

  • χωθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χωθεί
  • έχεις χωθεί
  • έχει χωθεί
  • έχουμε χωθεί
  • έχετε χωθεί
  • έχουν χωθεί

Υποτακτική

  • νά έχω χωθεί
  • νά έχεις χωθεί
  • νά έχει χωθεί
  • νά έχουμε χωθεί
  • νά έχετε χωθεί
  • νά έχουν χωθεί
 

Μετοχή

  • χωμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χωθεί
  • είχες χωθεί
  • είχε χωθεί
  • είχαμε χωθεί
  • είχατε χωθεί
  • είχαν χωθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χωθεί
  • θά έχεις χωθεί
  • θά έχει χωθεί
  • θά έχουμε χωθεί
  • θά έχετε χωθεί
  • θά έχουν χωθεί