EL.png κατεδαφίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κατεδαφίζω
  • κατεδαφίζεις
  • κατεδαφίζει
  • κατεδαφίζουμε
  • κατεδαφίζετε
  • κατεδαφίζουν

Υποτακτική

  • νά κατεδαφίζω
  • νά κατεδαφίζεις
  • νά κατεδαφίζει
  • νά κατεδαφίζουμε
  • νά κατεδαφίζετε
  • νά κατεδαφίζουν
 

Προστακτική

  • κατεδάφιζε
  • κατεδαφίζετε

Μετοχή

  • κατεδαφίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατεδάφιζα
  • κατεδάφιζες
  • κατεδάφιζε
  • κατεδαφίζαμε
  • κατεδαφίζατε
  • κατεδάφιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κατεδαφίζω
  • θά κατεδαφίζεις
  • θά κατεδαφίζει
  • θά κατεδαφίζουμε
  • θά κατεδαφίζετε
  • θά κατεδαφίζουν

Στιγμιαίος

  • θά κατεδαφίσω
  • θά κατεδαφίσεις
  • θά κατεδαφίσει
  • θά κατεδαφίσουμε
  • θά κατεδαφίσετε
  • θά κατεδαφίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κατεδάφισα
  • κατεδάφισες
  • κατεδάφισε
  • κατεδαφίσαμε
  • κατεδαφίσατε
  • κατεδάφισαν

Υποτακτική

  • νά κατεδαφίσω
  • νά κατεδαφίσεις
  • νά κατεδαφίσει
  • νά κατεδαφίσουμε
  • νά κατεδαφίσετε
  • νά κατεδαφίσουν
 

Προστακτική

  • κατεδάφισε
  • κατεδαφίστε

Απαρέμφατο

  • κατεδαφίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κατεδαφίσει
  • έχεις κατεδαφίσει
  • έχει κατεδαφίσει
  • έχουμε κατεδαφίσει
  • έχετε κατεδαφίσει
  • έχουν κατεδαφίσει

Υποτακτική

  • νά έχω κατεδαφίσει
  • νά έχεις κατεδαφίσει
  • νά έχει κατεδαφίσει
  • νά έχουμε κατεδαφίσει
  • νά έχετε κατεδαφίσει
  • νά έχουν κατεδαφίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κατεδαφίσει
  • είχες κατεδαφίσει
  • είχε κατεδαφίσει
  • είχαμε κατεδαφίσει
  • είχατε κατεδαφίσει
  • είχαν κατεδαφίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κατεδαφίσει
  • θά έχεις κατεδαφίσει
  • θά έχει κατεδαφίσει
  • θά έχουμε κατεδαφίσει
  • θά έχετε κατεδαφίσει
  • θά έχουν κατεδαφίσει