ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- χώνω
- χώνεις
- χώνει
- χώνουμε
- χώνετε
- χώνουν
Υποτακτική
- νά χώνω
- νά χώνεις
- νά χώνει
- νά χώνουμε
- νά χώνετε
- νά χώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- έχωνα
- έχωνες
- έχωνε
- χώναμε
- χώνατε
- έχωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά χώνω
- θά χώνεις
- θά χώνει
- θά χώνουμε
- θά χώνετε
- θά χώνουν
Στιγμιαίος
- θά χώσω
- θά χώσεις
- θά χώσει
- θά χώσουμε
- θά χώσετε
- θά χώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έχωσα
- έχωσες
- έχωσε
- χώσαμε
- χώσατε
- έχωσαν
Υποτακτική
- νά χώσω
- νά χώσεις
- νά χώσει
- νά χώσουμε
- νά χώσετε
- νά χώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω χώσει
- έχεις χώσει
- έχει χώσει
- έχουμε χώσει
- έχετε χώσει
- έχουν χώσει
Υποτακτική
- νά έχω χώσει
- νά έχεις χώσει
- νά έχει χώσει
- νά έχουμε χώσει
- νά έχετε χώσει
- νά έχουν χώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα χώσει
- είχες χώσει
- είχε χώσει
- είχαμε χώσει
- είχατε χώνσει
- είχαν χώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω χώσει
- θά έχεις χώσει
- θά έχει χώσει
- θά έχουμε χώσει
- θά έχετε χώσει
- θά έχουν χώσει