ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξεπαγώνω
- ξεπαγώνεις
- ξεπαγώνει
- ξεπαγώνουμε
- ξεπαγώνετε
- ξεπαγώνουν
Υποτακτική
- νά ξεπαγώνω
- νά ξεπαγώνεις
- νά ξεπαγώνει
- νά ξεπαγώνουμε
- νά ξεπαγώνετε
- νά ξεπαγώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ξεπάγωνα
- ξεπάγωνες
- ξεπάγωνε
- ξεπαγώναμε
- ξεπαγώνατε
- ξεπάγωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξεπαγώνω
- θά ξεπαγώνεις
- θά ξεπαγώνει
- θά ξεπαγώνουμε
- θά ξεπαγώνετε
- θά ξεπαγώνουν
Στιγμιαίος
- θά ξεπαγώσω
- θά ξεπαγώσεις
- θά ξεπαγώσει
- θά ξεπαγώσουμε
- θά ξεπαγώσετε
- θά ξεπαγώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ξεπάγωσα
- ξεπάγωσες
- ξεπάγωσε
- ξεπαγώσαμε
- ξεπαγώσατε
- ξεπάγωσαν
Υποτακτική
- νά ξεπαγώσω
- νά ξεπαγώσεις
- νά ξεπαγώσει
- νά ξεπαγώσουμε
- νά ξεπαγώσετε
- νά ξεπαγώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξεπαγώσει
- έχεις ξεπαγώσει
- έχει ξεπαγώσει
- έχουμε ξεπαγώσει
- έχετε ξεπαγώσει
- έχουν ξεπαγώσει
Υποτακτική
- νά έχω ξεπαγώσει
- νά έχεις ξεπαγώσει
- νά έχει ξεπαγώσει
- νά έχουμε ξεπαγώσει
- νά έχετε ξεπαγώσει
- νά έχουν ξεπαγώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξεπαγώσει
- είχες ξεπαγώσει
- είχε ξεπαγώσει
- είχαμε ξεπαγώσει
- είχατε ξεπαγώσει
- είχαν ξεπαγώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξεπαγώσει
- θά έχεις ξεπαγώσει
- θά έχει ξεπαγώσει
- θά έχουμε ξεπαγώσει
- θά έχετε ξεπαγώσει
- θά έχουν ξεπαγώσει