EL.png διπλώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διπλώνω
  • διπλώνεις
  • διπλώνει
  • διπλώνουμε
  • διπλώνετε
  • διπλώνουν

Υποτακτική

  • νά διπλώνω
  • νά διπλώνεις
  • νά διπλώνει
  • νά διπλώνουμε
  • νά διπλώνετε
  • νά διπλώνουν
 

Προστακτική

  • δίπλωνε
  • διπλώνετε

Μετοχή

  • διπλώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δίπλωνα
  • δίπλωνες
  • δίπλωνε
  • διπλώναμε
  • διπλώνατε
  • δίπλωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διπλώνω
  • θά διπλώνεις
  • θά διπλώνει
  • θά διπλώνουμε
  • θά διπλώνετε
  • θά διπλώνουν

Στιγμιαίος

  • θά διπλώσω
  • θά διπλώσεις
  • θά διπλώσει
  • θά διπλώσουμε
  • θά διπλώσετε
  • θά διπλώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δίπλωσα
  • δίπλωσες
  • δίπλωσε
  • διπλώσαμε
  • διπλώσατε
  • δίπλωσαν

Υποτακτική

  • νά διπλώσω
  • νά διπλώσεις
  • νά διπλώσει
  • νά διπλώσουμε
  • νά διπλώσετε
  • νά διπλώσουν
 

Προστακτική

  • δίπλωσε
  • διπλώστε

Απαρέμφατο

  • διπλώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διπλώσει
  • έχεις διπλώσει
  • έχει διπλώσει
  • έχουμε διπλώσει
  • έχετε διπλώσει
  • έχουν διπλώσει

Υποτακτική

  • νά έχω διπλώσει
  • νά έχεις διπλώσει
  • νά έχει διπλώσει
  • νά έχουμε διπλώσει
  • νά έχετε διπλώσει
  • νά έχουν διπλώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διπλώσει
  • είχες διπλώσει
  • είχε διπλώσει
  • είχαμε διπλώσει
  • είχατε διπλώσει
  • είχαν διπλώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω διπλώσει
  • θά έχεις διπλώσει
  • θά έχει διπλώσει
  • θά έχουμε διπλώσει
  • θά έχετε διπλώσει
  • θά έχουν διπλώσει