ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ρουφώ
- ρουφάς
- ρουφά
- ρουφού(ά)με
- ρουφάτε
- ρουφούν
Υποτακτική
- νά ρουφώ
- νά ρουφάς
- νά ρουφά
- νά ρουφού(ά)με
- νά ρουφ(ά)τε
- νά ρουφούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ρουφούσα
- ρουφούσες
- ρουφούσε
- ρουφούσαμε
- ρουφούσατε
- ρουφούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ρουφώ
- θά ρουφάς
- θά ρουφά
- θά ρουφού(ά)με
- θά ρουφάτε
- θά ρουφούν
Στιγμιαίος
- θά ρουφήσω
- θά ρουφήσεις
- θά ρουφήσει
- θά ρουφήσουμε
- θά ρουφήσετε
- θά ρουφήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ρούφησα
- ρούφησες
- ρούφησε
- ρουφήσαμε
- ρουφήσατε
- ρούφησαν
Υποτακτική
- νά ρουφήσω
- νά ρουφήσεις
- νά ρουφήσει
- νά ρουφήσουμε
- νά ρουφήσετε
- νά ρουφήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ρουφήσει
- έχεις ρουφήσει
- έχει ρουφήσει
- έχουμε ρουφήσει
- έχετε ρουφήσει
- έχουν ρουφήσει
Υποτακτική
- νά έχω ρουφήσει
- νά έχεις ρουφήσει
- νά έχει ρουφήσει
- νά έχουμε ρουφήσει
- νά έχετε ρουφήσει
- νά έχουν ρουφήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ρουφήσει
- είχες ρουφήσει
- είχε ρουφήσει
- είχαμε ρουφήσει
- είχατε ρουφήσει
- είχαν ρουφήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω ρουφήσει
- νά έχεις ρουφήσει
- νά έχει ρουφήσει
- νά έχουμε ρουφήσει
- νά έχετε ρουφήσει
- νά έχουν ρουφήσει