EL.png ρουφώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ρουφώ
  • ρουφάς
  • ρουφά
  • ρουφού(ά)με
  • ρουφάτε
  • ρουφούν

Υποτακτική

  • νά ρουφώ
  • νά ρουφάς
  • νά ρουφά
  • νά ρουφού(ά)με
  • νά ρουφ(ά)τε
  • νά ρουφούν
 

Προστακτική

  • ρούφα
  • ρουφάτε

Μετοχή

  • ρουφώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ρουφούσα
  • ρουφούσες
  • ρουφούσε
  • ρουφούσαμε
  • ρουφούσατε
  • ρουφούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ρουφώ
  • θά ρουφάς
  • θά ρουφά
  • θά ρουφού(ά)με
  • θά ρουφάτε
  • θά ρουφούν

Στιγμιαίος

  • θά ρουφήσω
  • θά ρουφήσεις
  • θά ρουφήσει
  • θά ρουφήσουμε
  • θά ρουφήσετε
  • θά ρουφήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ρούφησα
  • ρούφησες
  • ρούφησε
  • ρουφήσαμε
  • ρουφήσατε
  • ρούφησαν

Υποτακτική

  • νά ρουφήσω
  • νά ρουφήσεις
  • νά ρουφήσει
  • νά ρουφήσουμε
  • νά ρουφήσετε
  • νά ρουφήσουν
 

Προστακτική

  • ρούφησε
  • ρουφήστε

Απαρέμφατο

  • ρουφήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ρουφήσει
  • έχεις ρουφήσει
  • έχει ρουφήσει
  • έχουμε ρουφήσει
  • έχετε ρουφήσει
  • έχουν ρουφήσει

Υποτακτική

  • νά έχω ρουφήσει
  • νά έχεις ρουφήσει
  • νά έχει ρουφήσει
  • νά έχουμε ρουφήσει
  • νά έχετε ρουφήσει
  • νά έχουν ρουφήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ρουφήσει
  • είχες ρουφήσει
  • είχε ρουφήσει
  • είχαμε ρουφήσει
  • είχατε ρουφήσει
  • είχαν ρουφήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω ρουφήσει
  • νά έχεις ρουφήσει
  • νά έχει ρουφήσει
  • νά έχουμε ρουφήσει
  • νά έχετε ρουφήσει
  • νά έχουν ρουφήσει