ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εγκυμονώ
- εγκυμονείς
- εγκυμονεί
- εγκυμονούμε
- εγκυμονείτε
- εγκυμονούν
Υποτακτική
- νά εγκυμονώ
- νά εγκυμονείς
- νά εγκυμονεί
- νά εγκυμονούμε
- νά εγκυμονείτε
- νά εγκυμονούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- εγκυμονούσα
- εγκυμονούσες
- εγκυμονούσε
- εγκυμονούσαμε
- εγκυμονούσατε
- εγκυμονούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά εγκυμονώ
- θά εγκυμονείς
- θά εγκυμονεί
- θά εγκυμονούμε
- θά εγκυμονείτε
- θά εγκυμονούν
Στιγμιαίος
- θά εγκυμονήσω
- θά εγκυμονήσεις
- θά εγκυμονήσει
- θά εγκυμονήσουμε
- θά εγκυμονήσετε
- θά εγκυμονήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εγκυμόνησα
- εγκυμόνησες
- εγκυμόνησε
- εγκυμονήσαμε
- εγκυμονήσατε
- εγκυμόνησαν
Υποτακτική
- νά εγκυμονήσω
- νά εγκυμονήσεις
- νά εγκυμονήσει
- νά εγκυμονήσουμε
- νά εγκυμονήσετε
- νά εγκυμονήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω εγκυμονήσει
- έχεις εγκυμονήσει
- έχει εγκυμονήσει
- έχουμε εγκυμονήσει
- έχετε εγκυμονήσει
- έχουν εγκυμονήσει
Υποτακτική
- νά έχω εγκυμονήσει
- νά έχεις εγκυμονήσει
- νά έχει εγκυμονήσει
- νά έχουμε εγκυμονήσει
- νά έχετε εγκυμονήσει
- νά έχουν εγκυμονήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα εγκυμονήσει
- είχες εγκυμονήσει
- είχε εγκυμονήσει
- είχαμε εγκυμονήσει
- είχατε εγκυμονήσει
- είχαν εγκυμονήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω εγκυμονήσει
- νά έχεις εγκυμονήσει
- νά έχει εγκυμονήσει
- νά έχουμε εγκυμονήσει
- νά έχετε εγκυμονήσει
- νά έχουν εγκυμονήσει