EL.png καρποφορώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καρποφορώ
  • καρποφορείς
  • καρποφορεί
  • καρποφορούμε
  • καρποφορείτε
  • καρποφορούν

Υποτακτική

  • νά καρποφορώ
  • νά καρποφορείς
  • νά καρποφορεί
  • νά καρποφορούμε
  • νά καρποφορείτε
  • νά καρποφορούν
 

Προστακτική

  • καρποφόρα
  • καρποφορείτε

Μετοχή

  • καρποφορώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καρποφορούσα
  • καρποφορούσες
  • καρποφορούσε
  • καρποφορούσαμε
  • καρποφορούσατε
  • καρποφορούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καρποφορώ
  • θά καρποφορείς
  • θά καρποφορεί
  • θά καρποφορούμε
  • θά καρποφορείτε
  • θά καρποφορούν

Στιγμιαίος

  • θά καρποφορήσω
  • θά καρποφορήσεις
  • θά καρποφορήσει
  • θά καρποφορήσουμε
  • θά καρποφορήσετε
  • θά καρποφορήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καρποφόρησα
  • καρποφόρησες
  • καρποφόρησε
  • καρποφορήσαμε
  • καρποφορήσατε
  • καρποφόρησαν

Υποτακτική

  • νά καρποφορήσω
  • νά καρποφορήσεις
  • νά καρποφορήσει
  • νά καρποφορήσουμε
  • νά καρποφορήσετε
  • νά καρποφορήσουν
 

Προστακτική

  • καρποφόρησε
  • καρποφορήστε

Απαρέμφατο

  • καρποφορήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καρποφορήσει
  • έχεις καρποφορήσει
  • έχει καρποφορήσει
  • έχουμε καρποφορήσει
  • έχετε καρποφορήσει
  • έχουν καρποφορήσει

Υποτακτική

  • νά έχω καρποφορήσει
  • νά έχεις καρποφορήσει
  • νά έχει καρποφορήσει
  • νά έχουμε καρποφορήσει
  • νά έχετε καρποφορήσει
  • νά έχουν καρποφορήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καρποφορήσει
  • είχες καρποφορήσει
  • είχε καρποφορήσει
  • είχαμε καρποφορήσει
  • είχατε καρποφορήσει
  • είχαν καρποφορήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω καρποφορήσει
  • νά έχεις καρποφορήσει
  • νά έχει καρποφορήσει
  • νά έχουμε καρποφορήσει
  • νά έχετε καρποφορήσει
  • νά έχουν καρποφορήσει