ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καρποφορώ
- καρποφορείς
- καρποφορεί
- καρποφορούμε
- καρποφορείτε
- καρποφορούν
Υποτακτική
- νά καρποφορώ
- νά καρποφορείς
- νά καρποφορεί
- νά καρποφορούμε
- νά καρποφορείτε
- νά καρποφορούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- καρποφορούσα
- καρποφορούσες
- καρποφορούσε
- καρποφορούσαμε
- καρποφορούσατε
- καρποφορούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καρποφορώ
- θά καρποφορείς
- θά καρποφορεί
- θά καρποφορούμε
- θά καρποφορείτε
- θά καρποφορούν
Στιγμιαίος
- θά καρποφορήσω
- θά καρποφορήσεις
- θά καρποφορήσει
- θά καρποφορήσουμε
- θά καρποφορήσετε
- θά καρποφορήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- καρποφόρησα
- καρποφόρησες
- καρποφόρησε
- καρποφορήσαμε
- καρποφορήσατε
- καρποφόρησαν
Υποτακτική
- νά καρποφορήσω
- νά καρποφορήσεις
- νά καρποφορήσει
- νά καρποφορήσουμε
- νά καρποφορήσετε
- νά καρποφορήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καρποφορήσει
- έχεις καρποφορήσει
- έχει καρποφορήσει
- έχουμε καρποφορήσει
- έχετε καρποφορήσει
- έχουν καρποφορήσει
Υποτακτική
- νά έχω καρποφορήσει
- νά έχεις καρποφορήσει
- νά έχει καρποφορήσει
- νά έχουμε καρποφορήσει
- νά έχετε καρποφορήσει
- νά έχουν καρποφορήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καρποφορήσει
- είχες καρποφορήσει
- είχε καρποφορήσει
- είχαμε καρποφορήσει
- είχατε καρποφορήσει
- είχαν καρποφορήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω καρποφορήσει
- νά έχεις καρποφορήσει
- νά έχει καρποφορήσει
- νά έχουμε καρποφορήσει
- νά έχετε καρποφορήσει
- νά έχουν καρποφορήσει