EL.png καρτερώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καρτερώ
  • καρτερείς
  • καρτερεί
  • καρτερούμε
  • καρτερείτε
  • καρτερούν

Υποτακτική

  • νά καρτερώ
  • νά καρτερείς
  • νά καρτερεί
  • νά καρτερούμε
  • νά καρτερείτε
  • νά καρτερούν
 

Προστακτική

  • καρτέρα
  • καρτερείτε

Μετοχή

  • καρτερώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καρτερούσα
  • καρτερούσες
  • καρτερούσε
  • καρτερούσαμε
  • καρτερούσατε
  • καρτερούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καρτερώ
  • θά καρτερείς
  • θά καρτερεί
  • θά καρτερούμε
  • θά καρτερείτε
  • θά καρτερούν

Στιγμιαίος

  • θά καρτερήσω
  • θά καρτερήσεις
  • θά καρτερήσει
  • θά καρτερήσουμε
  • θά καρτερήσετε
  • θά καρτερήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καρτέρησα
  • καρτέρησες
  • καρτέρησε
  • καρτερήσαμε
  • καρτερήσατε
  • καρτέρησαν

Υποτακτική

  • νά καρτερήσω
  • νά καρτερήσεις
  • νά καρτερήσει
  • νά καρτερήσουμε
  • νά καρτερήσετε
  • νά καρτερήσουν
 

Προστακτική

  • καρτέρησε
  • καρτερήστε

Απαρέμφατο

  • καρτερήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καρτερήσει
  • έχεις καρτερήσει
  • έχει καρτερήσει
  • έχουμε καρτερήσει
  • έχετε καρτερήσει
  • έχουν καρτερήσει

Υποτακτική

  • νά έχω καρτερήσει
  • νά έχεις καρτερήσει
  • νά έχει καρτερήσει
  • νά έχουμε καρτερήσει
  • νά έχετε καρτερήσει
  • νά έχουν καρτερήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καρτερήσει
  • είχες καρτερήσει
  • είχε καρτερήσει
  • είχαμε καρτερήσει
  • είχατε καρτερήσει
  • είχαν καρτερήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω καρτερήσει
  • νά έχεις καρτερήσει
  • νά έχει καρτερήσει
  • νά έχουμε καρτερήσει
  • νά έχετε καρτερήσει
  • νά έχουν καρτερήσει