EL.png στοχάζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • στοχάζομαι
  • στοχάζεσαι
  • στοχάζεται
  • στοχαζόμαστε
  • στοχάζεστε
  • στοχάζονται

Υποτακτική

  • νά στοχάζομαι
  • νά στοχάζεσαι
  • νά στοχάζεται
  • νά στοχαζόμαστε
  • νά στοχάζεστε
  • νά στοχάζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • στοχαζόμουν
  • στοχαζόσουν
  • στοχαζόταν
  • στοχαζόμαστε
  • στοχαζόσαστε
  • στοχάζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά στοχάζομαι
  • θά στοχάζεσαι
  • θά στοχάζεται
  • θά στοχαζόμαστε
  • θά στοχάζεστε
  • θά στοχάζονται

Στιγμιαίος

  • θά στοχασθώ
  • θά στοχασθείς
  • θά στοχασθεί
  • θά στοχασθούμε
  • θά στοχασθείτε
  • θά στοχασθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • στοχάσθηκα
  • στοχάσθηκες
  • στοχάσθηκε
  • στοχασθήκαμε
  • στοχασθήκατε
  • στοχάσθηκαν

Υποτακτική

  • νά στοχασθώ
  • νά στοχασθείς
  • νά στοχασθεί
  • νά στοχασθούμε
  • νά στοχασθείτε
  • νά στοχασθούν
 

Προστακτική

  • στοχάσου
  • στοχαστείτε

Απαρέμφατο

  • στοχασθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω στοχασθεί
  • έχεις στοχασθεί
  • έχει στοχασθεί
  • έχουμε στοχασθεί
  • έχετε στοχασθεί
  • έχουν στοχασθεί

Υποτακτική

  • νά έχω στοχασθεί
  • νά έχεις στοχασθεί
  • νά έχει στοχασθεί
  • νά έχουμε στοχασθεί
  • νά έχετε στοχασθεί
  • νά έχουν στοχασθεί
 

Μετοχή

  • στοχασμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα στοχασθεί
  • είχες στοχασθεί
  • είχε στοχασθεί
  • είχαμε στοχασθεί
  • είχατε στοχασθεί
  • είχαν στοχασθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω στοχασθεί
  • θά έχεις στοχασθεί
  • θά έχει στοχασθεί
  • θά έχουμε στοχασθεί
  • θά έχετε στοχασθεί
  • θά έχουν στοχασθεί