ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- στοχάζομαι
- στοχάζεσαι
- στοχάζεται
- στοχαζόμαστε
- στοχάζεστε
- στοχάζονται
Υποτακτική
- νά στοχάζομαι
- νά στοχάζεσαι
- νά στοχάζεται
- νά στοχαζόμαστε
- νά στοχάζεστε
- νά στοχάζονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- στοχαζόμουν
- στοχαζόσουν
- στοχαζόταν
- στοχαζόμαστε
- στοχαζόσαστε
- στοχάζονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά στοχάζομαι
- θά στοχάζεσαι
- θά στοχάζεται
- θά στοχαζόμαστε
- θά στοχάζεστε
- θά στοχάζονται
Στιγμιαίος
- θά στοχασθώ
- θά στοχασθείς
- θά στοχασθεί
- θά στοχασθούμε
- θά στοχασθείτε
- θά στοχασθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- στοχάσθηκα
- στοχάσθηκες
- στοχάσθηκε
- στοχασθήκαμε
- στοχασθήκατε
- στοχάσθηκαν
Υποτακτική
- νά στοχασθώ
- νά στοχασθείς
- νά στοχασθεί
- νά στοχασθούμε
- νά στοχασθείτε
- νά στοχασθούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω στοχασθεί
- έχεις στοχασθεί
- έχει στοχασθεί
- έχουμε στοχασθεί
- έχετε στοχασθεί
- έχουν στοχασθεί
Υποτακτική
- νά έχω στοχασθεί
- νά έχεις στοχασθεί
- νά έχει στοχασθεί
- νά έχουμε στοχασθεί
- νά έχετε στοχασθεί
- νά έχουν στοχασθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα στοχασθεί
- είχες στοχασθεί
- είχε στοχασθεί
- είχαμε στοχασθεί
- είχατε στοχασθεί
- είχαν στοχασθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω στοχασθεί
- θά έχεις στοχασθεί
- θά έχει στοχασθεί
- θά έχουμε στοχασθεί
- θά έχετε στοχασθεί
- θά έχουν στοχασθεί