ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- φαρμακώνω
- φαρμακώνεις
- φαρμακώνει
- φαρμακώνουμε
- φαρμακώνετε
- φαρμακώνουν
Υποτακτική
- νά φαρμακώνω
- νά φαρμακώνεις
- νά φαρμακώνει
- νά φαρμακώνουμε
- νά φαρμακώνετε
- νά φαρμακώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- φαρμάκωνα
- φαρμάκωνες
- φαρμάκωνε
- φαρμακώναμε
- φαρμακώνατε
- φαρμάκωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά φαρμακώνω
- θά φαρμακώνεις
- θά φαρμακώνει
- θά φαρμακώνουμε
- θά φαρμακώνετε
- θά φαρμακώνουν
Στιγμιαίος
- θά φαρμακώσω
- θά φαρμακώσεις
- θά φαρμακώσει
- θά φαρμακώσουμε
- θά φαρμακώσετε
- θά φαρμακώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- φαρμάκωσα
- φαρμάκωσες
- φαρμάκωσε
- φαρμακώσαμε
- φαρμακώσατε
- φαρμάκωσαν
Υποτακτική
- νά φαρμακώσω
- νά φαρμακώσεις
- νά φαρμακώσει
- νά φαρμακώσουμε
- νά φαρμακώσετε
- νά φαρμακώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω φαρμακώσει
- έχεις φαρμακώσει
- έχει φαρμακώσει
- έχουμε φαρμακώσει
- έχετε φαρμακώσει
- έχουν φαρμακώσει
Υποτακτική
- νά έχω φαρμακώσει
- νά έχεις φαρμακώσει
- νά έχει φαρμακώσει
- νά έχουμε φαρμακώσει
- νά έχετε φαρμακώσει
- νά έχουν φαρμακώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα φαρμακώσει
- είχες φαρμακώσει
- είχε φαρμακώσει
- είχαμε φαρμακώσει
- είχατε φαρμακώσει
- είχαν φαρμακώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω φαρμακώσει
- θά έχεις φαρμακώσει
- θά έχει φαρμακώσει
- θά έχουμε φαρμακώσει
- θά έχετε φαρμακώσει
- θά έχουν φαρμακώσει