EL.png φαρμακώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φαρμακώνω
  • φαρμακώνεις
  • φαρμακώνει
  • φαρμακώνουμε
  • φαρμακώνετε
  • φαρμακώνουν

Υποτακτική

  • νά φαρμακώνω
  • νά φαρμακώνεις
  • νά φαρμακώνει
  • νά φαρμακώνουμε
  • νά φαρμακώνετε
  • νά φαρμακώνουν
 

Προστακτική

  • φαρμάκωνε
  • φαρμακώνετε

Μετοχή

  • φαρμακώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φαρμάκωνα
  • φαρμάκωνες
  • φαρμάκωνε
  • φαρμακώναμε
  • φαρμακώνατε
  • φαρμάκωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φαρμακώνω
  • θά φαρμακώνεις
  • θά φαρμακώνει
  • θά φαρμακώνουμε
  • θά φαρμακώνετε
  • θά φαρμακώνουν

Στιγμιαίος

  • θά φαρμακώσω
  • θά φαρμακώσεις
  • θά φαρμακώσει
  • θά φαρμακώσουμε
  • θά φαρμακώσετε
  • θά φαρμακώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φαρμάκωσα
  • φαρμάκωσες
  • φαρμάκωσε
  • φαρμακώσαμε
  • φαρμακώσατε
  • φαρμάκωσαν

Υποτακτική

  • νά φαρμακώσω
  • νά φαρμακώσεις
  • νά φαρμακώσει
  • νά φαρμακώσουμε
  • νά φαρμακώσετε
  • νά φαρμακώσουν
 

Προστακτική

  • φαρμάκωσε
  • φαρμακώστε

Απαρέμφατο

  • φαρμακώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φαρμακώσει
  • έχεις φαρμακώσει
  • έχει φαρμακώσει
  • έχουμε φαρμακώσει
  • έχετε φαρμακώσει
  • έχουν φαρμακώσει

Υποτακτική

  • νά έχω φαρμακώσει
  • νά έχεις φαρμακώσει
  • νά έχει φαρμακώσει
  • νά έχουμε φαρμακώσει
  • νά έχετε φαρμακώσει
  • νά έχουν φαρμακώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φαρμακώσει
  • είχες φαρμακώσει
  • είχε φαρμακώσει
  • είχαμε φαρμακώσει
  • είχατε φαρμακώσει
  • είχαν φαρμακώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φαρμακώσει
  • θά έχεις φαρμακώσει
  • θά έχει φαρμακώσει
  • θά έχουμε φαρμακώσει
  • θά έχετε φαρμακώσει
  • θά έχουν φαρμακώσει