ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καρεκλώνω
- καρεκλώνεις
- καρεκλώνει
- καρεκλώνουμε
- καρεκλώνετε
- καρεκλώνουν
Υποτακτική
- νά καρεκλώνω
- νά καρεκλώνεις
- νά καρεκλώνει
- νά καρεκλώνουμε
- νά καρεκλώνετε
- νά καρεκλώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- καρέκλωνα
- καρέκλωνες
- καρέκλωνε
- καρεκλώναμε
- καρεκλώνατε
- καρέκλωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καρεκλώνω
- θά καρεκλώνεις
- θά καρεκλώνει
- θά καρεκλώνουμε
- θά καρεκλώνετε
- θά καρεκλώνουν
Στιγμιαίος
- θά καρεκλώσω
- θά καρεκλώσεις
- θά καρεκλώσει
- θά καρεκλώσουμε
- θά καρεκλώσετε
- θά καρεκλώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- καρέκλωσα
- καρέκλωσες
- καρέκλωσε
- καρεκλώσαμε
- καρεκλώσατε
- καρέκλωσαν
Υποτακτική
- νά καρεκλώσω
- νά καρεκλώσεις
- νά καρεκλώσει
- νά καρεκλώσουμε
- νά καρεκλώσετε
- νά καρεκλώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καρεκλώσει
- έχεις καρεκλώσει
- έχει καρεκλώσει
- έχουμε καρεκλώσει
- έχετε καρεκλώσει
- έχουν καρεκλώσει
Υποτακτική
- νά έχω καρεκλώσει
- νά έχεις καρεκλώσει
- νά έχει καρεκλώσει
- νά έχουμε καρεκλώσει
- νά έχετε καρεκλώσει
- νά έχουν καρεκλώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καρεκλώσει
- είχες καρεκλώσει
- είχε καρεκλώσει
- είχαμε καρεκλώσει
- είχατε καρεκλώσει
- είχαν καρεκλώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω καρεκλώσει
- θά έχεις καρεκλώσει
- θά έχει καρεκλώσει
- θά έχουμε καρεκλώσει
- θά έχετε καρεκλώσει
- θά έχουν καρεκλώσει