ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- οργώνω
- οργώνεις
- οργώνει
- οργώνουμε
- οργώνετε
- οργώνουν
Υποτακτική
- νά οργώνω
- νά οργώνεις
- νά οργώνει
- νά οργώνουμε
- νά οργώνετε
- νά οργώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- όργωνα
- όργωνες
- όργωνε
- οργώναμε
- οργώνατε
- όργωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά οργώνω
- θά οργώνεις
- θά οργώνει
- θά οργώνουμε
- θά οργώνετε
- θά οργώνουν
Στιγμιαίος
- θά οργώσω
- θά οργώσεις
- θά οργώσει
- θά οργώσουμε
- θά οργώσετε
- θά οργώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- όργωσα
- όργωσες
- όργωσε
- οργώσαμε
- οργώσατε
- όργωσαν
Υποτακτική
- νά οργώσω
- νά οργώσεις
- νά οργώσει
- νά οργώσουμε
- νά οργώσετε
- νά οργώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω οργώσει
- έχεις οργώσει
- έχει οργώσει
- έχουμε οργώσει
- έχετε οργώσει
- έχουν οργώσει
Υποτακτική
- νά έχω οργώσει
- νά έχεις οργώσει
- νά έχει οργώσει
- νά έχουμε οργώσει
- νά έχετε οργώσει
- νά έχουν οργώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα οργώσει
- είχες οργώσει
- είχε οργώσει
- είχαμε οργώσει
- είχατε οργώσει
- είχαν οργώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω οργώσει
- θά έχεις οργώσει
- θά έχει οργώσει
- θά έχουμε οργώσει
- θά έχετε οργώσει
- θά έχουν οργώσει