EL.png αμαρτάνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αμαρτάνω
  • αμαρτάνεις
  • αμαρτάνει
  • αμαρτάνουμε
  • αμαρτάνετε
  • αμαρτάνουν

Υποτακτική

  • νά αμαρτάνω
  • νά αμαρτάνεις
  • νά αμαρτάνει
  • νά αμαρτάνουμε
  • νά αμαρτάνετε
  • νά αμαρτάνουν
 

Προστακτική

  • αμάρτανε
  • αμαρτάνετε

Μετοχή

  • αμαρτάνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αμάρτηνα
  • αμάρτηνες
  • αμάρτηνε
  • αμαρτήναμε
  • αμαρτήνατε
  • αμάρτηναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αμαρτάνω
  • θά αμαρτάνεις
  • θά αμαρτάνει
  • θά αμαρτάνουμε
  • θά αμαρτάνετε
  • θά αμαρτάνουν

Στιγμιαίος

  • θά αμαρτήσω
  • θά αμαρτήσεις
  • θά αμαρτήσει
  • θά αμαρτήσουμε
  • θά αμαρτήσετε
  • θά αμαρτήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αμάρτησα
  • αμάρτησες
  • αμάρτησε
  • αμαρτήσαμε
  • αμαρτήσατε
  • αμάρτησαν

Υποτακτική

  • νά αμαρτήσω
  • νά αμαρτήσεις
  • νά αμαρτήσει
  • νά αμαρτήσουμε
  • νά αμαρτήσετε
  • νά αμαρτήσουν
 

Προστακτική

  • αμάρτησε
  • αμαρτήστε

Απαρέμφατο

  • αμαρτήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αμαρτήσει
  • έχεις αμαρτήσει
  • έχει αμαρτήσει
  • έχουμε αμαρτήσει
  • έχετε αμαρτήσει
  • έχουν αμαρτήσει

Υποτακτική

  • νά έχω αμαρτήσει
  • νά έχεις αμαρτήσει
  • νά έχει αμαρτήσει
  • νά έχουμε αμαρτήσει
  • νά έχετε αμαρτήσει
  • νά έχουν αμαρτήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αμαρτήσει
  • είχες αμαρτήσει
  • είχε αμαρτήσει
  • είχαμε αμαρτήσει
  • είχατε αμαρτήσει
  • είχαν αμαρτήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αμαρτήσει
  • θά έχεις αμαρτήσει
  • θά έχει αμαρτήσει
  • θά έχουμε αμαρτήσει
  • θά έχετε αμαρτήσει
  • θά έχουν αμαρτήσει