EL.png στεφανώνομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • στεφανώνομαι
  • στεφανώνεσαι
  • στεφανώνεται
  • στεφανωνόμαστε
  • στεφανώνεστε
  • στεφανώνονται

Υποτακτική

  • νά στεφανώνομαι
  • νά στεφανώνεσαι
  • νά στεφανώνεται
  • νά στεφανωνόμαστε
  • νά στεφανώνεστε
  • νά στεφανώνονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • στεφανωνόμουν
  • στεφανωνόσουν
  • στεφανωνόταν
  • στεφανωνόμαστε
  • στεφανωνόσαστε
  • στεφανώνονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά στεφανώνομαι
  • θά στεφανώνεσαι
  • θά στεφανώνεται
  • θά στεφανωνόμαστε
  • θά στεφανώνεστε
  • θά στεφανώνονται

Στιγμιαίος

  • θά στεφανωθώ
  • θά στεφανωθείς
  • θά στεφανωθεί
  • θά στεφανωθούμε
  • θά στεφανωθείτε
  • θά στεφανωθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • στεφανώθηκα
  • στεφανώθηκες
  • στεφανώθηκε
  • στεφανωθήκαμε
  • στεφανωθήκατε
  • στεφανώθηκαν

Υποτακτική

  • νά στεφανωθώ
  • νά στεφανωθείς
  • νά στεφανωθεί
  • νά στεφανωθούμε
  • νά στεφανωθείτε
  • νά στεφανωθούν
 

Προστακτική

  • στεφανώσου
  • στεφανωθείτε

Απαρέμφατο

  • στεφανωθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω στεφανωθεί
  • έχεις στεφανωθεί
  • έχει στεφανωθεί
  • έχουμε στεφανωθεί
  • έχετε στεφανωθεί
  • έχουν στεφανωθεί

Υποτακτική

  • νά έχω στεφανωθεί
  • νά έχεις στεφανωθεί
  • νά έχει στεφανωθεί
  • νά έχουμε στεφανωθεί
  • νά έχετε στεφανωθεί
  • νά έχουν στεφανωθεί
 

Μετοχή

  • στεφανωμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα στεφανωθεί
  • είχες στεφανωθεί
  • είχε στεφανωθεί
  • είχαμε στεφανωθεί
  • είχατε στεφανωθεί
  • είχαν στεφανωθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω στεφανωθεί
  • θά έχεις στεφανωθεί
  • θά έχει στεφανωθεί
  • θά έχουμε στεφανωθεί
  • θά έχετε στεφανωθεί
  • θά έχουν στεφανωθεί