EL.png φωνάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φωνάζω
  • φωνάζεις
  • φωνάζει
  • φωνάζουμε
  • φωνάζετε
  • φωνάζουν

Υποτακτική

  • νά φωνάζω
  • νά φωνάζεις
  • νά φωνάζει
  • νά φωνάζουμε
  • νά φωνάζετε
  • νά φωνάζουν
 

Προστακτική

  • φώναζε
  • φωνάζετε

Μετοχή

  • φωνάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φώναζα
  • φώναζες
  • φώναζε
  • φωνάζαμε
  • φωνάζατε
  • φώναζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φωνάζω
  • θά φωνάζεις
  • θά φωνάζει
  • θά φωνάζουμε
  • θά φωνάζετε
  • θά φωνάζουν

Στιγμιαίος

  • θά φωνάξσω
  • θά φωνάξεις
  • θά φωνάξει
  • θά φωνάξουμε
  • θά φωνάξετε
  • θά φωνάξουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φώναξα
  • φώναξες
  • φώναξε
  • φωνάξαμε
  • φωνάξατε
  • φώναξαν

Υποτακτική

  • νά φωνάξω
  • νά φωνάξεις
  • νά φωνάξει
  • νά φωνάξουμε
  • νά φωνάξετε
  • νά φωνάξουν
 

Προστακτική

  • φώναξε
  • φωνάξτε

Απαρέμφατο

  • φωνάξει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φωνάξει
  • έχεις φωνάξει
  • έχει φωνάξει
  • έχουμε φωνάξει
  • έχετε φωνάξει
  • έχουν φωνάξει

Υποτακτική

  • νά έχω φωνάξει
  • νά έχεις φωνάξει
  • νά έχει φωνάξει
  • νά έχουμε φωνάξει
  • νά έχετε φωνάξει
  • νά έχουν φωνάξει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φωνάξει
  • είχες φωνάξει
  • είχε φωνάξει
  • είχαμε φωνάξει
  • είχατε φωνάξει
  • είχαν φωνάξει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω φωνάξει
  • θά έχεις φωνάξει
  • θά έχει φωνάξει
  • θά έχουμε φωνάξει
  • θά έχετε φωνάξει
  • θά έχουν φωνάξει