ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αρπάζω
- αρπάζεις
- αρπάζει
- αρπάζουμε
- αρπάζετε
- αρπάζουν
Υποτακτική
- νά αρπάζω
- νά αρπάζεις
- νά αρπάζει
- νά αρπάζουμε
- νά αρπάζετε
- νά αρπάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- άρπαζα
- άρπαζες
- άρπαζε
- αρπάζαμε
- αρπάζατε
- άρπαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αρπάζω
- θά αρπάζεις
- θά αρπάζει
- θά αρπάζουμε
- θά αρπάζετε
- θά αρπάζουν
Στιγμιαίος
- θά αρπάξω
- θά αρπάξεις
- θά αρπάξει
- θά αρπάξουμε
- θά αρπάξετε
- θά αρπάξουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- άρπαξα
- άρπαξες
- άρπαξε
- αρπάξαμε
- αρπάξατε
- άρπαξαν
Υποτακτική
- νά αρπάξω
- νά αρπάξεις
- νά αρπάξει
- νά αρπάξουμε
- νά αρπάξετε
- νά αρπάξουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αρπάξει
- έχεις αρπάξει
- έχει αρπάξει
- έχουμε αρπάξει
- έχετε αρπάξει
- έχουν αρπάξει
Υποτακτική
- νά έχω αρπάξει
- νά έχεις αρπάξει
- νά έχει αρπάξει
- νά έχουμε αρπάξει
- νά έχετε αρπάξει
- νά έχουν αρπάξει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αρπάξει
- είχες αρπάξει
- είχε αρπάξει
- είχαμε αρπάξει
- είχατε αρπάξει
- είχαν αρπάξει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω αρπάξει
- θά έχεις αρπάξει
- θά έχει αρπάξει
- θά έχουμε αρπάξει
- θά έχετε αρπάξει
- θά έχουν αρπάξει