EL.png αρπάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αρπάζω
  • αρπάζεις
  • αρπάζει
  • αρπάζουμε
  • αρπάζετε
  • αρπάζουν

Υποτακτική

  • νά αρπάζω
  • νά αρπάζεις
  • νά αρπάζει
  • νά αρπάζουμε
  • νά αρπάζετε
  • νά αρπάζουν
 

Προστακτική

  • άρπαζε
  • αρπάζετε

Μετοχή

  • αρπάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • άρπαζα
  • άρπαζες
  • άρπαζε
  • αρπάζαμε
  • αρπάζατε
  • άρπαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αρπάζω
  • θά αρπάζεις
  • θά αρπάζει
  • θά αρπάζουμε
  • θά αρπάζετε
  • θά αρπάζουν

Στιγμιαίος

  • θά αρπάξω
  • θά αρπάξεις
  • θά αρπάξει
  • θά αρπάξουμε
  • θά αρπάξετε
  • θά αρπάξουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • άρπαξα
  • άρπαξες
  • άρπαξε
  • αρπάξαμε
  • αρπάξατε
  • άρπαξαν

Υποτακτική

  • νά αρπάξω
  • νά αρπάξεις
  • νά αρπάξει
  • νά αρπάξουμε
  • νά αρπάξετε
  • νά αρπάξουν
 

Προστακτική

  • άρπαξε
  • αρπάξτε

Απαρέμφατο

  • αρπάξει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αρπάξει
  • έχεις αρπάξει
  • έχει αρπάξει
  • έχουμε αρπάξει
  • έχετε αρπάξει
  • έχουν αρπάξει

Υποτακτική

  • νά έχω αρπάξει
  • νά έχεις αρπάξει
  • νά έχει αρπάξει
  • νά έχουμε αρπάξει
  • νά έχετε αρπάξει
  • νά έχουν αρπάξει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αρπάξει
  • είχες αρπάξει
  • είχε αρπάξει
  • είχαμε αρπάξει
  • είχατε αρπάξει
  • είχαν αρπάξει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αρπάξει
  • θά έχεις αρπάξει
  • θά έχει αρπάξει
  • θά έχουμε αρπάξει
  • θά έχετε αρπάξει
  • θά έχουν αρπάξει