EL.png κολυμπώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κολυμπώ
  • κολυμπάς
  • κολυμπά
  • κολυμπ(ού)(ά)με
  • κολυμπάτε
  • κολυμπούν

Υποτακτική

  • νά κολυμπώ
  • νά κολυμπάς
  • νά κολυμπά
  • νά κολυμπ(ού)(ά)με
  • νά κολυμπάτε
  • νά κολυμπούν
 

Προστακτική

  • κολύμπα
  • κολυμπάτε

Μετοχή

  • κολυμπώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κολυμπούσα
  • κολυμπούσες
  • κολυμπούσε
  • κολυμπούσαμε
  • κολυμπτούσατε
  • κολυμπούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κολυμπώ
  • θά κολυμπείς
  • θά κολυμπεί
  • θά κολυμπούμε
  • θά κολυμπείτε
  • θά κολυμπούν

Στιγμιαίος

  • θά κολυμπήσω
  • θά κολυμπήσεις
  • θά κολυμπήσει
  • θά κολυμπήσουμε
  • θά κολυμπήσετε
  • θά κολυμπήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κολύμπησα
  • κολύμπησες
  • κολύμπησε
  • κολυμπήσαμε
  • κολυμπήσατε
  • κολύμπησαν

Υποτακτική

  • νά κολυμπήσω
  • νά κολυμπήσεις
  • νά κολυμπήσει
  • νά κολυμπήσουμε
  • νά κολυμπήσετε
  • νά κολυμπήσουν
 

Προστακτική

  • κολύμπησε
  • κολυμπήστε

Απαρέμφατο

  • κολυμπήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κολυμπήσει
  • έχεις κολυμπήσει
  • έχει κολυμπήσει
  • έχουμε κολυμπήσει
  • έχετε κολυμπήσει
  • έχουν κολυμπήσει

Υποτακτική

  • νά έχω κολυμπήσει
  • νά έχεις κολυμπήσει
  • νά έχει κολυμπήσει
  • νά έχουμε κολυμπήσει
  • νά έχετε κολυμπήσει
  • νά έχουν κολυμπήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κολυμπήσει
  • είχες κολυμπήσει
  • είχε κολυμπήσει
  • είχαμε κολυμπήσει
  • είχατε κολυμπήσει
  • είχαν κολυμπήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω κολυμπήσει
  • νά έχεις κολυμπήσει
  • νά έχει κολυμπήσει
  • νά έχουμε κολυμπήσει
  • νά έχετε κολυμπήσει
  • νά έχουν κολυμπήσει