ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ανασαίνω
- ανασαίνεις
- ανασαίνει
- ανασαίνουμε
- ανασαίνετε
- ανασαίνουν
Υποτακτική
- νά ανασαίνω
- νά ανασαίνεις
- νά ανασαίνει
- νά ανασαίνουμε
- νά ανασαίνετε
- νά ανασαίνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ανάσαινα
- ανάσαινες
- ανάσαινε
- ανασαίναμε
- ανασαίνατε
- ανάσαιναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ανασαίνω
- θά ανασαίνεις
- θά ανασαίνει
- θά ανασαίνουμε
- θά ανασαίνετε
- θά ανασαίνουν
Στιγμιαίος
- θά ανασάνω
- θά ανασάνεις
- θά ανασάνει
- θά ανασάνουμε
- θά ανασάνετε
- θά ανασάνουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ανάσανα
- ανάσανες
- ανάσανε
- ανασάναμε
- ανασάνατε
- ανάσαναν
Υποτακτική
- νά ανασάνω
- νά ανασάνεις
- νά ανασάνει
- νά ανασάνουμε
- νά ανασάνετε
- νά ανασάνουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ανασάνει
- έχεις ανασάνει
- έχει ανασάνει
- έχουμε ανασάνει
- έχετε ανασάνει
- έχουν ανασάνει
Υποτακτική
- νά έχω ανασάνει
- νά έχεις ανασάνει
- νά έχει ανασάνει
- νά έχουμε ανασάνει
- νά έχετε ανασάνει
- νά έχουν ανασάνει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ανασάνει
- είχες ανασάνει
- είχε ανασάνει
- είχαμε ανασάνει
- είχατε ανασάνει
- είχαν ανασάνει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ανασάνει
- θά έχεις ανασάνει
- θά έχει ανασάνει
- θά έχουμε ανασάνει
- θά έχετε ανασάνει
- θά έχουν ανασάνει