ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αργοπορώ
- αργοπορείς
- αργοπορεί
- αργοπορούμε
- αργοπορείτε
- αργοπορούν
Υποτακτική
- νά αργοπορώ
- νά αργοπορείς
- νά αργοπορεί
- νά αργοπορούμε
- νά αργοπορείτε
- νά αργοπορούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- αργοπορούσα
- αργοπορούσες
- αργοπορούσε
- αργοπορούσαμε
- αργοπορούσατε
- αργοπορούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αργοπορώ
- θά αργοπορείς
- θά αργοπορεί
- θά αργοπορούμε
- θά αργοπορείτε
- θά αργοπορούν
Στιγμιαίος
- θά αργοπορήσω
- θά αργοπορήσεις
- θά αργοπορήσει
- θά αργοπορήσουμε
- θά αργοπορήσετε
- θά αργοπορήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- αργοπόρησα
- αργοπόρησες
- αργοπόρησε
- αργοπορήσαμε
- αργοπορήσατε
- αργοπόρησαν
Υποτακτική
- νά αργοπορήσω
- νά αργοπορήσεις
- νά αργοπορήσει
- νά αργοπορήσουμε
- νά αργοπορήσετε
- νά αργοπορήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αργοπορήσει
- έχεις αργοπορήσει
- έχει αργοπορήσει
- έχουμε αργοπορήσει
- έχετε αργοπορήσει
- έχουν αργοπορήσει
Υποτακτική
- νά έχω αργοπορήσει
- νά έχεις αργοπορήσει
- νά έχει αργοπορήσει
- νά έχουμε αργοπορήσει
- νά έχετε αργοπορήσει
- νά έχουν αργοπορήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αργοπορήσει
- είχες αργοπορήσει
- είχε αργοπορήσει
- είχαμε αργοπορήσει
- είχατε αργοπορήσει
- είχαν αργοπορήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω αργοπορήσει
- νά έχεις αργοπορήσει
- νά έχει αργοπορήσει
- νά έχουμε αργοπορήσει
- νά έχετε αργοπορήσει
- νά έχουν αργοπορήσει