EL.png εκμεταλεύομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εκμεταλεύομαι
  • εκμεταλεύεσαι
  • εκμεταλεύεται
  • εκμεταλευόμαστε
  • εκμεταλεύεστε
  • εκμεταλεύονται

Υποτακτική

  • νά εκμεταλεύομαι
  • νά εκμεταλεύεσαι
  • νά εκμεταλεύεται
  • νά εκμεταλευόμαστε
  • νά εκμεταλεύεστε
  • νά εκμεταλεύονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εκμεταλευόμουν
  • εκμεταλευόσουν
  • εκμεταλευόταν
  • εκμεταλευόμαστε
  • εκμεταλευόσαστε
  • εκμεταλεύονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εκμεταλεύομαι
  • θά εκμεταλεύεσαι
  • θά εκμεταλεύεται
  • θά εκμεταλευόμαστε
  • θά εκμεταλεύεστε
  • θά εκμεταλεύονται

Στιγμιαίος

  • θά εκμεταλευθώ
  • θά εκμεταλευθείς
  • θά εκμεταλευθεί
  • θά εκμεταλευθούμε
  • θά εκμεταλευθείτε
  • θά εκμεταλευθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εκμεταλεύθηκα
  • εκμεταλεύθηκες
  • εκμεταλεύθηκε
  • εκμεταλευθήκαμε
  • εκμεταλευθήκατε
  • εκμεταλεύθηκαν

Υποτακτική

  • νά εκμεταλευθώ
  • νά εκμεταλευθείς
  • νά εκμεταλευθεί
  • νά εκμεταλευθούμε
  • νά εκμεταλευθείτε
  • νά εκμεταλευθούν
 

Προστακτική

  • εκμεταλεύσου
  • εκμεταλευτείτε

Απαρέμφατο

  • εκμεταλευθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εκμεταλευθεί
  • έχεις εκμεταλευθεί
  • έχει εκμεταλευθεί
  • έχουμε εκμεταλευθεί
  • έχετε εκμεταλευθεί
  • έχουν εκμεταλευθεί

Υποτακτική

  • νά έχω εκμεταλευθεί
  • νά έχεις εκμεταλευθεί
  • νά έχει εκμεταλευθεί
  • νά έχουμε εκμεταλευθεί
  • νά έχετε εκμεταλευθεί
  • νά έχουν εκμεταλευθεί
 

Μετοχή

  • εκμεταλευμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εκμεταλευθεί
  • είχες εκμεταλευθεί
  • είχε εκμεταλευθεί
  • είχαμε εκμεταλευθεί
  • είχατε εκμεταλευθεί
  • είχαν εκμεταλευθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εκμεταλευθεί
  • θά έχεις εκμεταλευθεί
  • θά έχει εκμεταλευθεί
  • θά έχουμε εκμεταλευθεί
  • θά έχετε εκμεταλευθεί
  • θά έχουν εκμεταλευθεί