ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εκμεταλεύομαι
- εκμεταλεύεσαι
- εκμεταλεύεται
- εκμεταλευόμαστε
- εκμεταλεύεστε
- εκμεταλεύονται
Υποτακτική
- νά εκμεταλεύομαι
- νά εκμεταλεύεσαι
- νά εκμεταλεύεται
- νά εκμεταλευόμαστε
- νά εκμεταλεύεστε
- νά εκμεταλεύονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- εκμεταλευόμουν
- εκμεταλευόσουν
- εκμεταλευόταν
- εκμεταλευόμαστε
- εκμεταλευόσαστε
- εκμεταλεύονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά εκμεταλεύομαι
- θά εκμεταλεύεσαι
- θά εκμεταλεύεται
- θά εκμεταλευόμαστε
- θά εκμεταλεύεστε
- θά εκμεταλεύονται
Στιγμιαίος
- θά εκμεταλευθώ
- θά εκμεταλευθείς
- θά εκμεταλευθεί
- θά εκμεταλευθούμε
- θά εκμεταλευθείτε
- θά εκμεταλευθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εκμεταλεύθηκα
- εκμεταλεύθηκες
- εκμεταλεύθηκε
- εκμεταλευθήκαμε
- εκμεταλευθήκατε
- εκμεταλεύθηκαν
Υποτακτική
- νά εκμεταλευθώ
- νά εκμεταλευθείς
- νά εκμεταλευθεί
- νά εκμεταλευθούμε
- νά εκμεταλευθείτε
- νά εκμεταλευθούν
Προστακτική
- εκμεταλεύσου
- εκμεταλευτείτε
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω εκμεταλευθεί
- έχεις εκμεταλευθεί
- έχει εκμεταλευθεί
- έχουμε εκμεταλευθεί
- έχετε εκμεταλευθεί
- έχουν εκμεταλευθεί
Υποτακτική
- νά έχω εκμεταλευθεί
- νά έχεις εκμεταλευθεί
- νά έχει εκμεταλευθεί
- νά έχουμε εκμεταλευθεί
- νά έχετε εκμεταλευθεί
- νά έχουν εκμεταλευθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα εκμεταλευθεί
- είχες εκμεταλευθεί
- είχε εκμεταλευθεί
- είχαμε εκμεταλευθεί
- είχατε εκμεταλευθεί
- είχαν εκμεταλευθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω εκμεταλευθεί
- θά έχεις εκμεταλευθεί
- θά έχει εκμεταλευθεί
- θά έχουμε εκμεταλευθεί
- θά έχετε εκμεταλευθεί
- θά έχουν εκμεταλευθεί