EL.png ειδικεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ειδικεύω
  • ειδικεύεις
  • ειδικεύει
  • ειδικεύουμε
  • ειδικεύετε
  • ειδικεύουν

Υποτακτική

  • νά ειδικεύω
  • νά ειδικεύεις
  • νά ειδικεύει
  • νά ειδικεύουμε
  • νά ειδικεύετε
  • νά ειδικεύουν
 

Προστακτική

  • ειδίκευε
  • ειδικεύετε

Μετοχή

  • ειδικεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ειδίκευα
  • ειδίκευες
  • ειδίκευε
  • ειδικεύαμε
  • ειδικεύατε
  • ειδίκευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ειδικεύω
  • θά ειδικεύεις
  • θά ειδικεύει
  • θά ειδικεύουμε
  • θά ειδικεύετε
  • θά ειδικεύουν

Στιγμιαίος

  • θά ειδικεύσω
  • θά ειδικεύσεις
  • θά ειδικεύσει
  • θά ειδικεύσουμε
  • θά ειδικεύσετε
  • θά ειδικεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ειδίκευσα
  • ειδίκευσες
  • ειδίκευσε
  • ειδικεύσαμε
  • ειδικεύσατε
  • ειδίκευσαν

Υποτακτική

  • νά ειδικεύσω
  • νά ειδικεύσεις
  • νά ειδικεύσει
  • νά ειδικεύσουμε
  • νά ειδικεύσετε
  • νά ειδικεύσουν
 

Προστακτική

  • ειδίκευσε
  • ειδικεύστε

Απαρέμφατο

  • ειδικεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ειδικεύσει
  • έχεις ειδικεύσει
  • έχει ειδικεύσει
  • έχουμε ειδικεύσει
  • έχετε ειδικεύσει
  • έχουν ειδικεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω ειδικεύσει
  • νά έχεις ειδικεύσει
  • νά έχει ειδικεύσει
  • νά έχουμε ειδικεύσει
  • νά έχετε ειδικεύσει
  • νά έχουν ειδικεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ειδικεύσει
  • είχες ειδικεύσει
  • είχε ειδικεύσει
  • είχαμε ειδικεύσει
  • είχατε ειδικεύσει
  • είχαν ειδικεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ειδικεύσει
  • θά έχεις ειδικεύσει
  • θά έχει ειδικεύσει
  • θά έχουμε ειδικεύσει
  • θά έχετε ειδικεύσει
  • θά έχουν ειδικεύσει