ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- παγιδεύω
- παγιδεύεις
- παγιδεύει
- παγιδεύουμε
- παγιδεύετε
- παγιδεύουν
Υποτακτική
- νά παγιδεύω
- νά παγιδεύεις
- νά παγιδεύει
- νά παγιδεύουμε
- νά παγιδεύετε
- νά παγιδεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- παγίδευα
- παγίδευες
- παγίδευε
- παγιδεύαμε
- παγιδεύατε
- παγίδευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά παγιδεύω
- θά παγιδεύεις
- θά παγιδεύει
- θά παγιδεύουμε
- θά παγιδεύετε
- θά παγιδεύουν
Στιγμιαίος
- θά παγιδεύσω
- θά παγιδεύσεις
- θά παγιδεύσει
- θά παγιδεύσουμε
- θά παγιδεύσετε
- θά παγιδεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- παγίδευσα
- παγίδευσες
- παγίδευσε
- παγιδεύσαμε
- παγιδεύσατε
- παγίδευσαν
Υποτακτική
- νά παγιδεύσω
- νά παγιδεύσεις
- νά παγιδεύσει
- νά παγιδεύσουμε
- νά παγιδεύσετε
- νά παγιδεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω παγιδεύσει
- έχεις παγιδεύσει
- έχει παγιδεύσει
- έχουμε παγιδεύσει
- έχετε παγιδεύσει
- έχουν παγιδεύσει
Υποτακτική
- νά έχω παγιδεύσει
- νά έχεις παγιδεύσει
- νά έχει παγιδεύσει
- νά έχουμε παγιδεύσει
- νά έχετε παγιδεύσει
- νά έχουν παγιδεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα παγιδεύσει
- είχες παγιδεύσει
- είχε παγιδεύσει
- είχαμε παγιδεύσει
- είχατε παγιδεύσει
- είχαν παγιδεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω παγιδεύσει
- θά έχεις παγιδεύσει
- θά έχει παγιδεύσει
- θά έχουμε παγιδεύσει
- θά έχετε παγιδεύσει
- θά έχουν παγιδεύσει