EL.png παγιδεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παγιδεύω
  • παγιδεύεις
  • παγιδεύει
  • παγιδεύουμε
  • παγιδεύετε
  • παγιδεύουν

Υποτακτική

  • νά παγιδεύω
  • νά παγιδεύεις
  • νά παγιδεύει
  • νά παγιδεύουμε
  • νά παγιδεύετε
  • νά παγιδεύουν
 

Προστακτική

  • παγίδευε
  • παγιδεύετε

Μετοχή

  • παγιδεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παγίδευα
  • παγίδευες
  • παγίδευε
  • παγιδεύαμε
  • παγιδεύατε
  • παγίδευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παγιδεύω
  • θά παγιδεύεις
  • θά παγιδεύει
  • θά παγιδεύουμε
  • θά παγιδεύετε
  • θά παγιδεύουν

Στιγμιαίος

  • θά παγιδεύσω
  • θά παγιδεύσεις
  • θά παγιδεύσει
  • θά παγιδεύσουμε
  • θά παγιδεύσετε
  • θά παγιδεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παγίδευσα
  • παγίδευσες
  • παγίδευσε
  • παγιδεύσαμε
  • παγιδεύσατε
  • παγίδευσαν

Υποτακτική

  • νά παγιδεύσω
  • νά παγιδεύσεις
  • νά παγιδεύσει
  • νά παγιδεύσουμε
  • νά παγιδεύσετε
  • νά παγιδεύσουν
 

Προστακτική

  • παγίδευσε
  • παγιδεύστε

Απαρέμφατο

  • παγιδεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παγιδεύσει
  • έχεις παγιδεύσει
  • έχει παγιδεύσει
  • έχουμε παγιδεύσει
  • έχετε παγιδεύσει
  • έχουν παγιδεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω παγιδεύσει
  • νά έχεις παγιδεύσει
  • νά έχει παγιδεύσει
  • νά έχουμε παγιδεύσει
  • νά έχετε παγιδεύσει
  • νά έχουν παγιδεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παγιδεύσει
  • είχες παγιδεύσει
  • είχε παγιδεύσει
  • είχαμε παγιδεύσει
  • είχατε παγιδεύσει
  • είχαν παγιδεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παγιδεύσει
  • θά έχεις παγιδεύσει
  • θά έχει παγιδεύσει
  • θά έχουμε παγιδεύσει
  • θά έχετε παγιδεύσει
  • θά έχουν παγιδεύσει