EL.png εξορκίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εξορκίζω
  • εξορκίζεις
  • εξορκίζει
  • εξορκίζουμε
  • εξορκίζετε
  • εξορκίζουν

Υποτακτική

  • νά εξορκίζω
  • νά εξορκίζεις
  • νά εξορκίζει
  • νά εξορκίζουμε
  • νά εξορκίζετε
  • νά εξορκίζουν
 

Προστακτική

  • εξόρκιζε
  • εξορκίζετε

Μετοχή

  • εξορκίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εξόρκιζα
  • εξόρκιζες
  • εξόρκιζε
  • εξορκίζαμε
  • εξορκίζατε
  • εξόρκιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εξορκίζω
  • θά εξορκίζεις
  • θά εξορκίζει
  • θά εξορκίζουμε
  • θά εξορκίζετε
  • θά εξορκίζουν

Στιγμιαίος

  • θά εξορκίσω
  • θά εξορκίσεις
  • θά εξορκίσει
  • θά εξορκίσουμε
  • θά εξορκίσετε
  • θά εξορκίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εξόρκισα
  • εξόρκισες
  • εξόρκισε
  • εξορκίσαμε
  • εξορκίσατε
  • εξόρκισαν

Υποτακτική

  • νά εξορκίσω
  • νά εξορκίσεις
  • νά εξορκίσει
  • νά εξορκίσουμε
  • νά εξορκίσετε
  • νά εξορκίσουν
 

Προστακτική

  • εξόρκισε
  • εξορκίστε

Απαρέμφατο

  • εξορκίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εξορκίσει
  • έχεις εξορκίσει
  • έχει εξορκίσει
  • έχουμε εξορκίσει
  • έχετε εξορκίσει
  • έχουν εξορκίσει

Υποτακτική

  • νά έχω εξορκίσει
  • νά έχεις εξορκίσει
  • νά έχει εξορκίσει
  • νά έχουμε εξορκίσει
  • νά έχετε εξορκίσει
  • νά έχουν εξορκίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εξορκίσει
  • είχες εξορκίσει
  • είχε εξορκίσει
  • είχαμε εξορκίσει
  • είχατε εξορκίσει
  • είχαν εξορκίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εξορκίσει
  • θά έχεις εξορκίσει
  • θά έχει εξορκίσει
  • θά έχουμε εξορκίσει
  • θά έχετε εξορκίσει
  • θά έχουν εξορκίσει