EL.png εξοργίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εξοργίζω
  • εξοργίζεις
  • εξοργίζει
  • εξοργίζουμε
  • εξοργίζετε
  • εξοργίζουν

Υποτακτική

  • νά εξοργίζω
  • νά εξοργίζεις
  • νά εξοργίζει
  • νά εξοργίζουμε
  • νά εξοργίζετε
  • νά εξοργίζουν
 

Προστακτική

  • εξόργιζε
  • εξοργίζετε

Μετοχή

  • εξοργίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εξόργιζα
  • εξόργιζες
  • εξόργιζε
  • εξοργίζαμε
  • εξοργίζατε
  • εξόργιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εξοργίζω
  • θά εξοργίζεις
  • θά εξοργίζει
  • θά εξοργίζουμε
  • θά εξοργίζετε
  • θά εξοργίζουν

Στιγμιαίος

  • θά εξοργίσω
  • θά εξοργίσεις
  • θά εξοργίσει
  • θά εξοργίσουμε
  • θά εξοργίσετε
  • θά εξοργίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εξόργισα
  • εξόργισες
  • εξόργισε
  • εξοργίσαμε
  • εξοργίσατε
  • εξόργισαν

Υποτακτική

  • νά εξοργίσω
  • νά εξοργίσεις
  • νά εξοργίσει
  • νά εξοργίσουμε
  • νά εξοργίσετε
  • νά εξοργίσουν
 

Προστακτική

  • εξόργισε
  • εξοργίστε

Απαρέμφατο

  • εξοργίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εξοργίσει
  • έχεις εξοργίσει
  • έχει εξοργίσει
  • έχουμε εξοργίσει
  • έχετε εξοργίσει
  • έχουν εξοργίσει

Υποτακτική

  • νά έχω εξοργίσει
  • νά έχεις εξοργίσει
  • νά έχει εξοργίσει
  • νά έχουμε εξοργίσει
  • νά έχετε εξοργίσει
  • νά έχουν εξοργίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εξοργίσει
  • είχες εξοργίσει
  • είχε εξοργίσει
  • είχαμε εξοργίσει
  • είχατε εξοργίσει
  • είχαν εξοργίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εξοργίσει
  • θά έχεις εξοργίσει
  • θά έχει εξοργίσει
  • θά έχουμε εξοργίσει
  • θά έχετε εξοργίσει
  • θά έχουν εξοργίσει