EL.png ξεφλουδίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξεφλουδίζω
  • ξεφλουδίζεις
  • ξεφλουδίζει
  • ξεφλουδίζουμε
  • ξεφλουδίζετε
  • ξεφλουδίζουν

Υποτακτική

  • νά ξεφλουδίζω
  • νά ξεφλουδίζεις
  • νά ξεφλουδίζει
  • νά ξεφλουδίζουμε
  • νά ξεφλουδίζετε
  • νά ξεφλουδίζουν
 

Προστακτική

  • ξεφλούδιζε
  • ξεφλουδίζετε

Μετοχή

  • ξεφλουδίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξεφλούδιζα
  • ξεφλούδιζες
  • ξεφλούδιζε
  • ξεφλουδίζαμε
  • ξεφλουδίζατε
  • ξεφλούδιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξεφλουδίζω
  • θά ξεφλουδίζεις
  • θά ξεφλουδίζει
  • θά ξεφλουδίζουμε
  • θά ξεφλουδίζετε
  • θά ξεφλουδίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ξεφλουδίσω
  • θά ξεφλουδίσεις
  • θά ξεφλουδίσει
  • θά ξεφλουδίσουμε
  • θά ξεφλουδίσετε
  • θά ξεφλουδίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξεφλούδισα
  • ξεφλούδισες
  • ξεφλούδισε
  • ξεφλουδίσαμε
  • ξεφλουδίσατε
  • ξεφλούδισαν

Υποτακτική

  • νά ξεφλουδίσω
  • νά ξεφλουδίσεις
  • νά ξεφλουδίσει
  • νά ξεφλουδίσουμε
  • νά ξεφλουδίσετε
  • νά ξεφλουδίσουν
 

Προστακτική

  • ξεφλούδισε
  • ξεφλουδίστε

Απαρέμφατο

  • ξεφλουδίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξεφλουδίσει
  • έχεις ξεφλουδίσει
  • έχει ξεφλουδίσει
  • έχουμε ξεφλουδίσει
  • έχετε ξεφλουδίσει
  • έχουν ξεφλουδίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξεφλουδίσει
  • νά έχεις ξεφλουδίσει
  • νά έχει ξεφλουδίσει
  • νά έχουμε ξεφλουδίσει
  • νά έχετε ξεφλουδίσει
  • νά έχουν ξεφλουδίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξεφλουδίσει
  • είχες ξεφλουδίσει
  • είχε ξεφλουδίσει
  • είχαμε ξεφλουδίσει
  • είχατε ξεφλουδίσει
  • είχαν ξεφλουδίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξεφλουδίσει
  • θά έχεις ξεφλουδίσει
  • θά έχει ξεφλουδίσει
  • θά έχουμε ξεφλουδίσει
  • θά έχετε ξεφλουδίσει
  • θά έχουν ξεφλουδίσει