EL.png ξαφρίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξαφρίζω
  • ξαφρίζεις
  • ξαφρίζει
  • ξαφρίζουμε
  • ξαφρίζετε
  • ξαφρίζουν

Υποτακτική

  • νά ξαφρίζω
  • νά ξαφρίζεις
  • νά ξαφρίζει
  • νά ξαφρίζουμε
  • νά ξαφρίζετε
  • νά ξαφρίζουν
 

Προστακτική

  • ξάφριζε
  • ξαφρίζετε

Μετοχή

  • ξαφρίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξάφριζα
  • ξάφριζες
  • ξάφριζε
  • ξαφρίζαμε
  • ξαφρίζατε
  • ξάφριζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξαφρίζω
  • θά ξαφρίζεις
  • θά ξαφρίζει
  • θά ξαφρίζουμε
  • θά ξαφρίζετε
  • θά ξαφρίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ξαφρίσω
  • θά ξαφρίσεις
  • θά ξαφρίσει
  • θά ξαφρίσουμε
  • θά ξαφρίσετε
  • θά ξαφρίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξάφρισα
  • ξάφρισες
  • ξάφρισε
  • ξαφρίσαμε
  • ξαφρίσατε
  • ξάφρισαν

Υποτακτική

  • νά ξαφρίσω
  • νά ξαφρίσεις
  • νά ξαφρίσει
  • νά ξαφρίσουμε
  • νά ξαφρίσετε
  • νά ξαφρίσουν
 

Προστακτική

  • ξάφρισε
  • ξαφρίστε

Απαρέμφατο

  • ξαφρίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξαφρίσει
  • έχεις ξαφρίσει
  • έχει ξαφρίσει
  • έχουμε ξαφρίσει
  • έχετε ξαφρίσει
  • έχουν ξαφρίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξαφρίσει
  • νά έχεις ξαφρίσει
  • νά έχει ξαφρίσει
  • νά έχουμε ξαφρίσει
  • νά έχετε ξαφρίσει
  • νά έχουν ξαφρίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξαφρίσει
  • είχες ξαφρίσει
  • είχε ξαφρίσει
  • είχαμε ξαφρίσει
  • είχατε ξαφρίσει
  • είχαν ξαφρίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξαφρίσει
  • θά έχεις ξαφρίσει
  • θά έχει ξαφρίσει
  • θά έχουμε ξαφρίσει
  • θά έχετε ξαφρίσει
  • θά έχουν ξαφρίσει