ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξαφρίζω
- ξαφρίζεις
- ξαφρίζει
- ξαφρίζουμε
- ξαφρίζετε
- ξαφρίζουν
Υποτακτική
- νά ξαφρίζω
- νά ξαφρίζεις
- νά ξαφρίζει
- νά ξαφρίζουμε
- νά ξαφρίζετε
- νά ξαφρίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ξάφριζα
- ξάφριζες
- ξάφριζε
- ξαφρίζαμε
- ξαφρίζατε
- ξάφριζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξαφρίζω
- θά ξαφρίζεις
- θά ξαφρίζει
- θά ξαφρίζουμε
- θά ξαφρίζετε
- θά ξαφρίζουν
Στιγμιαίος
- θά ξαφρίσω
- θά ξαφρίσεις
- θά ξαφρίσει
- θά ξαφρίσουμε
- θά ξαφρίσετε
- θά ξαφρίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ξάφρισα
- ξάφρισες
- ξάφρισε
- ξαφρίσαμε
- ξαφρίσατε
- ξάφρισαν
Υποτακτική
- νά ξαφρίσω
- νά ξαφρίσεις
- νά ξαφρίσει
- νά ξαφρίσουμε
- νά ξαφρίσετε
- νά ξαφρίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξαφρίσει
- έχεις ξαφρίσει
- έχει ξαφρίσει
- έχουμε ξαφρίσει
- έχετε ξαφρίσει
- έχουν ξαφρίσει
Υποτακτική
- νά έχω ξαφρίσει
- νά έχεις ξαφρίσει
- νά έχει ξαφρίσει
- νά έχουμε ξαφρίσει
- νά έχετε ξαφρίσει
- νά έχουν ξαφρίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξαφρίσει
- είχες ξαφρίσει
- είχε ξαφρίσει
- είχαμε ξαφρίσει
- είχατε ξαφρίσει
- είχαν ξαφρίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξαφρίσει
- θά έχεις ξαφρίσει
- θά έχει ξαφρίσει
- θά έχουμε ξαφρίσει
- θά έχετε ξαφρίσει
- θά έχουν ξαφρίσει