EL.png ασπρίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ασπρίζω
  • ασπρίζεις
  • ασπρίζει
  • ασπρίζουμε
  • ασπρίζετε
  • ασπρίζουν

Υποτακτική

  • νά ασπρίζω
  • νά ασπρίζεις
  • νά ασπρίζει
  • νά ασπρίζουμε
  • νά ασπρίζετε
  • νά ασπρίζουν
 

Προστακτική

  • άσπριζε
  • ασπρίζετε

Μετοχή

  • ασπρίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • άσπριζα
  • άσπριζες
  • άσπριζε
  • ασπρίζαμε
  • ασπρίζατε
  • άσπριζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ασπρίζω
  • θά ασπρίζεις
  • θά ασπρίζει
  • θά ασπρίζουμε
  • θά ασπρίζετε
  • θά ασπρίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ασπρίσω
  • θά ασπρίσεις
  • θά ασπρίσει
  • θά ασπρίσουμε
  • θά ασπρίσετε
  • θά ασπρίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • άσπρισα
  • άσπρισες
  • άσπρισε
  • ασπρίσαμε
  • ασπρίσατε
  • άσπρισαν

Υποτακτική

  • νά ασπρίσω
  • νά ασπρίσεις
  • νά ασπρίσει
  • νά ασπρίσουμε
  • νά ασπρίσετε
  • νά ασπρίσουν
 

Προστακτική

  • άσπρισε
  • ασπρίστε

Απαρέμφατο

  • ασπρίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ασπρίσει
  • έχεις ασπρίσει
  • έχει ασπρίσει
  • έχουμε ασπρίσει
  • έχετε ασπρίσει
  • έχουν ασπρίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ασπρίσει
  • νά έχεις ασπρίσει
  • νά έχει ασπρίσει
  • νά έχουμε ασπρίσει
  • νά έχετε ασπρίσει
  • νά έχουν ασπρίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ασπρίσει
  • είχες ασπρίσει
  • είχε ασπρίσει
  • είχαμε ασπρίσει
  • είχατε ασπρίσει
  • είχαν ασπρίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ασπρίσει
  • θά έχεις ασπρίσει
  • θά έχει ασπρίσει
  • θά έχουμε ασπρίσει
  • θά έχετε ασπρίσει
  • θά έχουν ασπρίσει