ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ασπρίζω
- ασπρίζεις
- ασπρίζει
- ασπρίζουμε
- ασπρίζετε
- ασπρίζουν
Υποτακτική
- νά ασπρίζω
- νά ασπρίζεις
- νά ασπρίζει
- νά ασπρίζουμε
- νά ασπρίζετε
- νά ασπρίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- άσπριζα
- άσπριζες
- άσπριζε
- ασπρίζαμε
- ασπρίζατε
- άσπριζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ασπρίζω
- θά ασπρίζεις
- θά ασπρίζει
- θά ασπρίζουμε
- θά ασπρίζετε
- θά ασπρίζουν
Στιγμιαίος
- θά ασπρίσω
- θά ασπρίσεις
- θά ασπρίσει
- θά ασπρίσουμε
- θά ασπρίσετε
- θά ασπρίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- άσπρισα
- άσπρισες
- άσπρισε
- ασπρίσαμε
- ασπρίσατε
- άσπρισαν
Υποτακτική
- νά ασπρίσω
- νά ασπρίσεις
- νά ασπρίσει
- νά ασπρίσουμε
- νά ασπρίσετε
- νά ασπρίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ασπρίσει
- έχεις ασπρίσει
- έχει ασπρίσει
- έχουμε ασπρίσει
- έχετε ασπρίσει
- έχουν ασπρίσει
Υποτακτική
- νά έχω ασπρίσει
- νά έχεις ασπρίσει
- νά έχει ασπρίσει
- νά έχουμε ασπρίσει
- νά έχετε ασπρίσει
- νά έχουν ασπρίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ασπρίσει
- είχες ασπρίσει
- είχε ασπρίσει
- είχαμε ασπρίσει
- είχατε ασπρίσει
- είχαν ασπρίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ασπρίσει
- θά έχεις ασπρίσει
- θά έχει ασπρίσει
- θά έχουμε ασπρίσει
- θά έχετε ασπρίσει
- θά έχουν ασπρίσει