EL.png εκλιπαρώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εκλιπαρώ
  • εκλιπαρείς
  • εκλιπαρεί
  • εκλιπαρούμε
  • εκλιπαρείτε
  • εκλιπαρούν

Υποτακτική

  • νά εκλιπαρώ
  • νά εκλιπαρείς
  • νά εκλιπαρεί
  • νά εκλιπαρούμε
  • νά εκλιπαρείτε
  • νά εκλιπαρούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • εκλιπαρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εκλιπαρούσα
  • εκλιπαρούσες
  • εκλιπαρούσε
  • εκλιπαρούσαμε
  • εκλιπαρούσατε
  • εκλιπαρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εκλιπαρώ
  • θά εκλιπαρείς
  • θά εκλιπαρεί
  • θά εκλιπαρούμε
  • θά εκλιπαρείτε
  • θά εκλιπαρούν

Στιγμιαίος

  • θά εκλιπαρήσω
  • θά εκλιπαρήσεις
  • θά εκλιπαρήσει
  • θά εκλιπαρήσουμε
  • θά εκλιπαρήσετε
  • θά εκλιπαρήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εκλιπάρησα
  • εκλιπάρησες
  • εκλιπάρησε
  • εκλιπαρήσαμε
  • εκλιπαρήσατε
  • εκλιπάρησαν

Υποτακτική

  • νά εκλιπαρήσω
  • νά εκλιπαρήσεις
  • νά εκλιπαρήσει
  • νά εκλιπαρήσουμε
  • νά εκλιπαρήσετε
  • νά εκλιπαρήσουν
 

Προστακτική

  • εκλιπάρησε
  • εκλιπαρήστε

Απαρέμφατο

  • εκλιπαρήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εκλιπαρήσει
  • έχεις εκλιπαρήσει
  • έχει εκλιπαρήσει
  • έχουμε εκλιπαρήσει
  • έχετε εκλιπαρήσει
  • έχουν εκλιπαρήσει

Υποτακτική

  • νά έχω εκλιπαρήσει
  • νά έχεις εκλιπαρήσει
  • νά έχει εκλιπαρήσει
  • νά έχουμε εκλιπαρήσει
  • νά έχετε εκλιπαρήσει
  • νά έχουν εκλιπαρήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εκλιπαρήσει
  • είχες εκλιπαρήσει
  • είχε εκλιπαρήσει
  • είχαμε εκλιπαρήσει
  • είχατε εκλιπαρήσει
  • είχαν εκλιπαρήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω εκλιπαρήσει
  • νά έχεις εκλιπαρήσει
  • νά έχει εκλιπαρήσει
  • νά έχουμε εκλιπαρήσει
  • νά έχετε εκλιπαρήσει
  • νά έχουν εκλιπαρήσει