ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εκλιπαρώ
- εκλιπαρείς
- εκλιπαρεί
- εκλιπαρούμε
- εκλιπαρείτε
- εκλιπαρούν
Υποτακτική
- νά εκλιπαρώ
- νά εκλιπαρείς
- νά εκλιπαρεί
- νά εκλιπαρούμε
- νά εκλιπαρείτε
- νά εκλιπαρούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- εκλιπαρούσα
- εκλιπαρούσες
- εκλιπαρούσε
- εκλιπαρούσαμε
- εκλιπαρούσατε
- εκλιπαρούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά εκλιπαρώ
- θά εκλιπαρείς
- θά εκλιπαρεί
- θά εκλιπαρούμε
- θά εκλιπαρείτε
- θά εκλιπαρούν
Στιγμιαίος
- θά εκλιπαρήσω
- θά εκλιπαρήσεις
- θά εκλιπαρήσει
- θά εκλιπαρήσουμε
- θά εκλιπαρήσετε
- θά εκλιπαρήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εκλιπάρησα
- εκλιπάρησες
- εκλιπάρησε
- εκλιπαρήσαμε
- εκλιπαρήσατε
- εκλιπάρησαν
Υποτακτική
- νά εκλιπαρήσω
- νά εκλιπαρήσεις
- νά εκλιπαρήσει
- νά εκλιπαρήσουμε
- νά εκλιπαρήσετε
- νά εκλιπαρήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω εκλιπαρήσει
- έχεις εκλιπαρήσει
- έχει εκλιπαρήσει
- έχουμε εκλιπαρήσει
- έχετε εκλιπαρήσει
- έχουν εκλιπαρήσει
Υποτακτική
- νά έχω εκλιπαρήσει
- νά έχεις εκλιπαρήσει
- νά έχει εκλιπαρήσει
- νά έχουμε εκλιπαρήσει
- νά έχετε εκλιπαρήσει
- νά έχουν εκλιπαρήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα εκλιπαρήσει
- είχες εκλιπαρήσει
- είχε εκλιπαρήσει
- είχαμε εκλιπαρήσει
- είχατε εκλιπαρήσει
- είχαν εκλιπαρήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω εκλιπαρήσει
- νά έχεις εκλιπαρήσει
- νά έχει εκλιπαρήσει
- νά έχουμε εκλιπαρήσει
- νά έχετε εκλιπαρήσει
- νά έχουν εκλιπαρήσει