EL.png πλακώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πλακώνω
  • πλακώνεις
  • πλακώνει
  • πλακώνουμε
  • πλακώνετε
  • πλακώνουν

Υποτακτική

  • νά πλακώνω
  • νά πλακώνεις
  • νά πλακώνει
  • νά πλακώνουμε
  • νά πλακώνετε
  • νά πλακώνουν
 

Προστακτική

  • πλάκωνε
  • πλακώνετε

Μετοχή

  • πλακώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πλάκωνα
  • πλάκωνες
  • πλάκωνε
  • πλακώναμε
  • πλακώνατε
  • πλάκωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πλακώνω
  • θά πλακώνεις
  • θά πλακώνει
  • θά πλακώνουμε
  • θά πλακώνετε
  • θά πλακώνουν

Στιγμιαίος

  • θά πλακώσω
  • θά πλακώσεις
  • θά πλακώσει
  • θά πλακώσουμε
  • θά πλακώσετε
  • θά πλακώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πλάκωσα
  • πλάκωσες
  • πλάκωσε
  • πλακώσαμε
  • πλακώσατε
  • πλάκωσαν

Υποτακτική

  • νά πλακώσω
  • νά πλακώσεις
  • νά πλακώσει
  • νά πλακώσουμε
  • νά πλακώσετε
  • νά πλακώσουν
 

Προστακτική

  • πλάκωσε
  • πλακώστε

Απαρέμφατο

  • πλακώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πλακώσει
  • έχεις πλακώσει
  • έχει πλακώσει
  • έχουμε πλακώσει
  • έχετε πλακώσει
  • έχουν πλακώσει

Υποτακτική

  • νά έχω πλακώσει
  • νά έχεις πλακώσει
  • νά έχει πλακώσει
  • νά έχουμε πλακώσει
  • νά έχετε πλακώσει
  • νά έχουν πλακώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πλακώσει
  • είχες πλακώσει
  • είχε πλακώσει
  • είχαμε πλακώσει
  • είχατε πλακώσει
  • είχαν πλακώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πλακώσει
  • θά έχεις πλακώσει
  • θά έχει πλακώσει
  • θά έχουμε πλακώσει
  • θά έχετε πλακώσει
  • θά έχουν πλακώσει