EL.png καταρίπτω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καταρίπτω
  • καταρίπτεις
  • καταρίπτει
  • καταρίπτουμε
  • καταρίπτετε
  • καταρίπτουν

Υποτακτική

  • νά καταρίπτω
  • νά καταρίπτεις
  • νά καταρίπτει
  • νά καταρίπτουμε
  • νά καταρίπτετε
  • νά καταρίπτουν
 

Προστακτική

  • κατάριπτε
  • καταρίπτετε

Μετοχή

  • καταρίπτοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατέριπτα
  • κατέριπτες
  • κατέριπτε
  • καταρίπταμε
  • καταρίπτατε
  • κατέριπταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καταρίπτω
  • θά καταρίπτεις
  • θά καταρίπτει
  • θά καταρίπτουμε
  • θά καταρίπτετε
  • θά καταρίπτουν

Στιγμιαίος

  • θά καταρίψω
  • θά καταρίψεις
  • θά καταρίψει
  • θά καταρίψουμε
  • θά καταρίψετε
  • θά καταρίψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κατέριψα
  • κατέριψες
  • κατέριψε
  • καταρίψαμε
  • καταρίψατε
  • κατέριψαν

Υποτακτική

  • νά καταρίψω
  • νά καταρίψεις
  • νά καταρίψει
  • νά καταρίψουμε
  • νά καταρίψετε
  • νά καταρίψουν
 

Προστακτική

  • κατέριψε
  • καταρίψτε

Απαρέμφατο

  • καταρίψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καταρίψει
  • έχεις καταρίψει
  • έχει καταρίψει
  • έχουμε καταρίψει
  • έχετε καταρίψει
  • έχουν καταρίψει

Υποτακτική

  • νά έχω καταρίψει
  • νά έχεις καταρίψει
  • νά έχει καταρίψει
  • νά έχουμε καταρίψει
  • νά έχετε καταρίψει
  • νά έχουν καταρίψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καταρίψει
  • είχες καταρίψει
  • είχε καταρίψει
  • είχαμε καταρίψει
  • είχατε καταρίψει
  • είχαν καταρίψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καταρίψει
  • θά έχεις καταρίψει
  • θά έχει καταρίψσει
  • θά έχουμε καταρίψει
  • θά έχετε καταρίψει
  • θά έχουν καταρίψει