ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κατανοώ
- κατανοείς
- κατανοεί
- κατανοούμε
- κατανοείτε
- κατανοούν
Υποτακτική
- νά κατανοώ
- νά κατανοείς
- νά κατανοεί
- νά κατανοούμε
- νά κατανοείτε
- νά κατανοούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κατανοούσα
- κατανοούσες
- κατανοούσε
- κατανοούσαμε
- κατανοούσατε
- κατανοούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κατανοώ
- θά κατανοείς
- θά κατανοεί
- θά κατανοούμε
- θά κατανοείτε
- θά κατανοούν
Στιγμιαίος
- θά κατανοήσω
- θά κατανοήσεις
- θά κατανοήσει
- θά κατανοήσουμε
- θά κατανοήσετε
- θά κατανοήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κατανόησα
- κατανόησες
- κατανόησε
- κατανοήσαμε
- κατανοήσατε
- κατανόησαν
Υποτακτική
- νά κατανοήσω
- νά κατανοήσεις
- νά κατανοήσει
- νά κατανοήσουμε
- νά κατανοήσετε
- νά κατανοήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κατανοήσει
- έχεις κατανοήσει
- έχει κατανοήσει
- έχουμε κατανοήσει
- έχετε κατανοήσει
- έχουν κατανοήσει
Υποτακτική
- νά έχω κατανοήσει
- νά έχεις κατανοήσει
- νά έχει κατανοήσει
- νά έχουμε κατανοήσει
- νά έχετε κατανοήσει
- νά έχουν κατανοήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κατανοήσει
- είχες κατανοήσει
- είχε κατανοήσει
- είχαμε κατανοήσει
- είχατε κατανοήσει
- είχαν κατανοήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω κατανοήσει
- νά έχεις κατανοήσει
- νά έχει κατανοήσει
- νά έχουμε κατανοήσει
- νά έχετε κατανοήσει
- νά έχουν κατανοήσει