ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καταβροχθίζω
- καταβροχθίζεις
- καταβροχθίζει
- καταβροχθίζουμε
- καταβροχθίζετε
- καταβροχθίζουν
Υποτακτική
- νά καταβροχθίζω
- νά καταβροχθίζεις
- νά καταβροχθίζει
- νά καταβροχθίζουμε
- νά καταβροχθίζετε
- νά καταβροχθίζουν
Προστακτική
- καταβρόχθιζε
- καταβροχθίζετε
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- καταβρόχθιζα
- καταβρόχθιζες
- καταβρόχθιζε
- καταβροχθίζαμε
- καταβροχθίζατε
- καταβρόχθιζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καταβροχθίζω
- θά καταβροχθίζεις
- θά καταβροχθίζει
- θά καταβροχθίζουμε
- θά καταβροχθίζετε
- θά καταβροχθίζουν
Στιγμιαίος
- θά καταβροχθίσω
- θά καταβροχθίσεις
- θά καταβροχθίσει
- θά καταβροχθίσουμε
- θά καταβροχθίσετε
- θά καταβροχθίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- καταβρόχθισα
- καταβρόχθισες
- καταβρόχθισε
- καταβροχθίσαμε
- καταβροχθίσατε
- καταβρόχθισαν
Υποτακτική
- νά καταβροχθίσω
- νά καταβροχθίσεις
- νά καταβροχθίσει
- νά καταβροχθίσουμε
- νά καταβροχθίσετε
- νά καταβροχθίσουν
Προστακτική
- καταβρόχθισε
- καταβροχθίστε
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καταβροχθίσει
- έχεις καταβροχθίσει
- έχει καταβροχθίσει
- έχουμε καταβροχθίσει
- έχετε καταβροχθίσει
- έχουν καταβροχθίσει
Υποτακτική
- νά έχω καταβροχθίσει
- νά έχεις καταβροχθίσει
- νά έχει καταβροχθίσει
- νά έχουμε καταβροχθίσει
- νά έχετε καταβροχθίσει
- νά έχουν καταβροχθίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καταβροχθίσει
- είχες καταβροχθίσει
- είχε καταβροχθίσει
- είχαμε καταβροχθίσει
- είχατε καταβροχθίσει
- είχαν καταβροχθίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω καταβροχθίσει
- θά έχεις καταβροχθίσει
- θά έχει καταβροχθίσει
- θά έχουμε καταβροχθίσει
- θά έχετε καταβροχθίσει
- θά έχουν καταβροχθίσει