ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κατασπαράζω
- κατασπαράζεις
- κατασπαράζει
- κατασπαράζουμε
- κατασπαράζετε
- κατασπαράζουν
Υποτακτική
- νά κατασπαράζω
- νά κατασπαράζεις
- νά κατασπαράζει
- νά κατασπαράζουμε
- νά κατασπαράζετε
- νά κατασπαράζουν
Προστακτική
- κατασπάραζε
- κατασπαράζετε
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κατασπάραζα
- κατασπάραζες
- κατασπάραζε
- κατασπαράζαμε
- κατασπαράζατε
- κατασπάραζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κατασπαράζω
- θά κατασπαράζεις
- θά κατασπαράζει
- θά κατασπαράζουμε
- θά κατασπαράζετε
- θά κατασπαράζουν
Στιγμιαίος
- θά κατασπαράσω
- θά κατασπαράσεις
- θά κατασπαράσει
- θά κατασπαράσουμε
- θά κατασπαράσετε
- θά κατασπαράσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κατασπάρασα
- κατασπάρασες
- κατασπάρασε
- κατασπαράσαμε
- κατασπαράσατε
- κατασπάρασαν
Υποτακτική
- νά κατασπαράσω
- νά κατασπαράσεις
- νά κατασπαράσει
- νά κατασπαράσουμε
- νά κατασπαράσετε
- νά κατασπαράσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κατασπαράσει
- έχεις κατασπαράσει
- έχει κατασπαράσει
- έχουμε κατασπαράσει
- έχετε κατασπαράσει
- έχουν κατασπαράσει
Υποτακτική
- νά έχω κατασπαράσει
- νά έχεις κατασπαράσει
- νά έχει κατασπαράσει
- νά έχουμε κατασπαράσει
- νά έχετε κατασπαράσει
- νά έχουν κατασπαράσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κατασπαράσει
- είχες κατασπαράσει
- είχε κατασπαράσει
- είχαμε κατασπαράσει
- είχατε κατασπαράσει
- είχαν κατασπαράσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κατασπαράσει
- θά έχεις κατασπαράσει
- θά έχει κατασπαράσει
- θά έχουμε κατασπαράσει
- θά έχετε κατασπαράσει
- θά έχουν κατασπαράσει