EL.png σπαράζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σπαράζω
  • σπαράζεις
  • σπαράζει
  • σπαράζουμε
  • σπαράζετε
  • σπαράζουν

Υποτακτική

  • νά σπαράζω
  • νά σπαράζεις
  • νά σπαράζει
  • νά σπαράζουμε
  • νά σπαράζετε
  • νά σπαράζουν
 

Προστακτική

  • σπάραζε
  • σπαράζετε

Μετοχή

  • σπαράζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • σπάραζα
  • σπάραζες
  • σπάραζε
  • σπαράζαμε
  • σπαράζατε
  • σπάραζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σπαράζω
  • θά σπαράζεις
  • θά σπαράζει
  • θά σπαράζουμε
  • θά σπαράζετε
  • θά σπαράζουν

Στιγμιαίος

  • θά σπαράσω
  • θά σπαράσεις
  • θά σπαράσει
  • θά σπαράσουμε
  • θά σπαράσετε
  • θά σπαράσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εσπάρασα
  • εσπάρασες
  • εσπάρασε
  • εσπαράσαμε
  • εσπαράσατε
  • εσπάρασαν

Υποτακτική

  • νά σπαράσω
  • νά σπαράσεις
  • νά σπαράσει
  • νά σπαράσουμε
  • νά σπαράσετε
  • νά σπαράσουν
 

Προστακτική

  • σπάρασε
  • σπαράστε

Απαρέμφατο

  • σπαράσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σπαράσει
  • έχεις σπαράσει
  • έχει σπαράσει
  • έχουμε σπαράσει
  • έχετε σπαράσει
  • έχουν σπαράσει

Υποτακτική

  • νά έχω σπαράσει
  • νά έχεις σπαράσει
  • νά έχει σπαράσει
  • νά έχουμε σπαράσει
  • νά έχετε σπαράσει
  • νά έχουν σπαράσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σπαράσει
  • είχες σπαράσει
  • είχε σπαράσει
  • είχαμε σπαράσει
  • είχατε σπαράσει
  • είχαν σπαράσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σπαράσει
  • θά έχεις σπαράσει
  • θά έχει σπαράσει
  • θά έχουμε σπαράσει
  • θά έχετε σπαράσει
  • θά έχουν σπαράσει