ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σχίζομαι
- σχίζεσαι
- σχίζεται
- σχίζόμαστε
- σχίζεστε
- σχίζονται
Υποτακτική
- νά σχίζομαι
- νά σχίζεσαι
- νά σχίζεται
- νά σχιζόμαστε
- νά σχίζεστε
- νά σχίζονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- σχιζόμουν
- σχιζόσουν
- σχιζόταν
- σχιζόμαστε
- σχιζόσαστε
- σχίζονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά σχίζομαι
- θά σχίζεσαι
- θά σχίζεται
- θά σχιζόμαστε
- θά σχίζεστε
- θά σχίζονται
Στιγμιαίος
- θά σχισθώ
- θά σχισθείς
- θά σχισθεί
- θά σχισθούμε
- θά σχισθείτε
- θά σχισθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- σχίσθηκα
- σχίσθηκες
- σχίσθηκε
- σχισθήκαμε
- σχισθήκατε
- σχίσθηκαν
Υποτακτική
- νά σχισθώ
- νά σχισθείς
- νά σχισθεί
- νά σχισθούμε
- νά σχισθείτε
- νά σχισθούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω σχισθεί
- έχεις σχισθεί
- έχει σχισθεί
- έχουμε σχισθεί
- έχετε σχισθεί
- έχουν σχισθεί
Υποτακτική
- νά έχω σχισθεί
- νά έχεις σχισθεί
- νά έχει σχισθεί
- νά έχουμε σχισθεί
- νά έχετε σχισθεί
- νά έχουν σχισθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα σχισθεί
- είχες σχισθεί
- είχε σχισθεί
- είχαμε σχισθεί
- είχατε σχισθεί
- είχαν σχισθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω σχισθεί
- θά έχεις σχισθεί
- θά έχει σχισθεί
- θά έχουμε σχισθεί
- θά έχετε σχισθεί
- θά έχουν σχισθεί