EL.png εργάζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εργάζομαι
  • εργάζεσαι
  • εργάζεται
  • εργαζόμαστε
  • εργάζεστε
  • εργάζονται

Υποτακτική

  • νά εργάζομαι
  • νά εργάζεσαι
  • νά εργάζεται
  • νά εργαζόμαστε
  • νά εργάζεστε
  • νά εργάζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εργαζόμουν
  • εργαζόσουν
  • εργαζόταν
  • εργαζόμαστε
  • εργαζόσαστε
  • εργάζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εργάζομαι
  • θά εργάζεσαι
  • θά εργάζεται
  • θά εργαζόμαστε
  • θά εργάζεστε
  • θά εργάζονται

Στιγμιαίος

  • θά εργασθώ
  • θά εργασθείς
  • θά εργασθεί
  • θά εργασθούμε
  • θά εργασθείτε
  • θά εργασθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εργάσθηκα
  • εργάσθηκες
  • εργάσθηκε
  • εργασθήκαμε
  • εργασθήκατε
  • εργάσθηκαν

Υποτακτική

  • νά εργασθώ
  • νά εργασθείς
  • νά εργασθεί
  • νά εργασθούμε
  • νά εργασθείτε
  • νά εργασθούν
 

Προστακτική

  • εργάσου
  • εργαστείτε

Απαρέμφατο

  • εργασθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εργασθεί
  • έχεις εργασθεί
  • έχει εργάθεί
  • έχουμε εργάθεί
  • έχετε εργάθεί
  • έχουν εργάθεί

Υποτακτική

  • νά έχω εργασθεί
  • νά έχεις εργασθεί
  • νά έχει εργασθεί
  • νά έχουμε εργασθεί
  • νά έχετε εργασθεί
  • νά έχουν εργασθεί
 

Μετοχή

  • εργαζόμενος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εργασθεί
  • είχες εργασθεί
  • είχε εργασθεί
  • είχαμε εργασθεί
  • είχατε εργασθεί
  • είχαν εργασθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εργασθεί
  • θά έχεις εργασθεί
  • θά έχει εργασθεί
  • θά έχουμε εργασθεί
  • θά έχετε εργασθεί
  • θά έχουν εργασθεί