EL.png ανταποκρίνομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ανταποκρίνομαι
  • ανταποκρίνεσαι
  • ανταποκρίνεται
  • ανταποκρινόμαστε
  • ανταποκρίνεστε
  • ανταποκρίνονται

Υποτακτική

  • νά ανταποκρίνομαι
  • νά ανταποκρίνεσαι
  • νά ανταποκρίνεται
  • νά ανταποκρίνόμαστε
  • νά ανταποκρίνεστε
  • νά ανταποκρίνονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ανταποκρινόμουν
  • ανταποκρινόσουν
  • ανταποκρινόταν
  • ανταποκρινόμαστε
  • ανταποκρινόσαστε
  • ανταποκρίνονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ανταποκρίνομαι
  • θά ανταποκρίνεσαι
  • θά ανταποκρίνεται
  • θά ανταποκρινόμαστε
  • θά ανταποκρίνεστε
  • θά ανταποκρίνονται

Στιγμιαίος

  • θά ανταποκριθώ
  • θά ανταποκριθείς
  • θά ανταποκριθεί
  • θά ανταποκριθούμε
  • θά ανταποκριθείτε
  • θά ανταποκριθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ανταποκρίθηκα
  • ανταποκρίθηκες
  • ανταποκρίθηκε
  • ανταποκριθήκαμε
  • ανταποκριθήκατε
  • ανταποκρίθηκαν

Υποτακτική

  • νά ανταποκριθώ
  • νά ανταποκριθείς
  • νά ανταποκριθεί
  • νά ανταποκριθούμε
  • νά ανταποκριθείτε
  • νά ανταποκριθούν
 

Προστακτική

  • ανταποκρίσου
  • ανταποκριθείτε

Απαρέμφατο

  • ανταποκριθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ανταποκριθεί
  • έχεις ανταποκριθεί
  • έχει ανταποκριθεί
  • έχουμε ανταποκριθεί
  • έχετε ανταποκριθεί
  • έχουν ανταποκριθεί

Υποτακτική

  • νά έχω ανταποκριθεί
  • νά έχεις ανταποκριθεί
  • νά έχει ανταποκριθεί
  • νά έχουμε ανταποκριθεί
  • νά έχετε ανταποκριθεί
  • νά έχουν ανταποκριθεί
 

Μετοχή

  • ανταποκρινόμενος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ανταποκριθεί
  • είχες ανταποκριθεί
  • είχε ανταποκριθεί
  • είχαμε ανταποκριθεί
  • είχατε ανταποκριθεί
  • είχαν ανταποκριθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ανταποκριθεί
  • θά έχεις ανταποκριθεί
  • θά έχει ανταποκριθεί
  • θά έχουμε ανταποκριθεί
  • θά έχετε ανταποκριθεί
  • θά έχουν ανταποκριθεί