EL.png εξακριβώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εξακριβώνω
  • εξακριβώνεις
  • εξακριβώνει
  • εξακριβώνουμε
  • εξακριβώνετε
  • εξακριβώνουν

Υποτακτική

  • νά εξακριβώνω
  • νά εξακριβώνεις
  • νά εξακριβώνει
  • νά εξακριβώνουμε
  • νά εξακριβώνετε
  • νά εξακριβώνουν
 

Προστακτική

  • εξακρίβωνε
  • εξακριβώνετε

Μετοχή

  • εξακριβώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εξακρίβωνα
  • εξακρίβωνες
  • εξακρίβωνε
  • εξακριβώναμε
  • εξακριβώνατε
  • εξακρίβωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εξακριβώνω
  • θά εξακριβώνεις
  • θά εξακριβώνει
  • θά εξακριβώνουμε
  • θά εξακριβώνετε
  • θά εξακριβώνουν

Στιγμιαίος

  • θά εξακριβώσω
  • θά εξακριβώσεις
  • θά εξακριβώσει
  • θά εξακριβώσουμε
  • θά εξακριβώσετε
  • θά εξακριβώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εξακρίβωσα
  • εξακρίβωσες
  • εξακρίβωσε
  • εξακριβώσαμε
  • εξακριβώσατε
  • εξακρίβωσαν

Υποτακτική

  • νά εξακριβώσω
  • νά εξακριβώσεις
  • νά εξακριβώσει
  • νά εξακριβώσουμε
  • νά εξακριβώσετε
  • νά εξακριβώσουν
 

Προστακτική

  • εξακρίβωσε
  • εξακριβώστε

Απαρέμφατο

  • εξακριβώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εξακριβώσει
  • έχεις εξακριβώσει
  • έχει εξακριβώσει
  • έχουμε εξακριβώσει
  • έχετε εξακριβώσει
  • έχουν εξακριβώσει

Υποτακτική

  • νά έχω εξακριβώσει
  • νά έχεις εξακριβώσει
  • νά έχει εξακριβώσει
  • νά έχουμε εξακριβώσει
  • νά έχετε εξακριβώσει
  • νά έχουν εξακριβώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εξακριβώσει
  • είχες εξακριβώσει
  • είχε εξακριβώσει
  • είχαμε εξακριβώσει
  • είχατε εξακριβώσει
  • είχαν εξακριβώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εξακριβώσει
  • θά έχεις εξακριβώσει
  • θά έχει εξακριβώσει
  • θά έχουμε εξακριβώσει
  • θά έχετε εξακριβώσει
  • θά έχουν εξακριβώσει