EL.png αλητεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αλητεύω
  • αλητεύεις
  • αλητεύει
  • αλητεύουμε
  • αλητεύετε
  • αλητεύουν

Υποτακτική

  • νά αλητεύω
  • νά αλητεύεις
  • νά αλητεύει
  • νά αλητεύουμε
  • νά αλητεύετε
  • νά αλητεύουν
 

Προστακτική

  • αλήτευε
  • αλητεύετε

Μετοχή

  • αλητεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αλήτευα
  • αλήτευες
  • αλήτευε
  • αλητεύαμε
  • αλητεύατε
  • αλήτευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αλητεύω
  • θά αλητεύεις
  • θά αλητεύει
  • θά αλητεύουμε
  • θά αλητεύετε
  • θά αλητεύουν

Στιγμιαίος

  • θά αλητεύσω
  • θά αλητεύσεις
  • θά αλητεύσει
  • θά αλητεύσουμε
  • θά αλητεύσετε
  • θά αλητεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αλήτευσα
  • αλήτευσες
  • αλήτευσε
  • αλητεύσαμε
  • αλητεύσατε
  • αλήτευσαν

Υποτακτική

  • νά αλητεύσω
  • νά αλητεύσεις
  • νά αλητεύσει
  • νά αλητεύσουμε
  • νά αλητεύσετε
  • νά αλητεύσουν
 

Προστακτική

  • αλήτευσε
  • αλητεύστε

Απαρέμφατο

  • αλητεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αλητεύσει
  • έχεις αλητεύσει
  • έχει αλητεύσει
  • έχουμε αλητεύσει
  • έχετε αλητεύσει
  • έχουν αλητεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω αλητεύσει
  • νά έχεις αλητεύσει
  • νά έχει αλητεύσει
  • νά έχουμε αλητεύσει
  • νά έχετε αλητεύσει
  • νά έχουν αλητεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αλητεύσει
  • είχες αλητεύσει
  • είχε αλητεύσει
  • είχαμε αλητεύσει
  • είχατε αλητεύσει
  • είχαν αλητεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αλητεύσει
  • θά έχεις αλητεύσει
  • θά έχει αλητεύσει
  • θά έχουμε αλητεύσει
  • θά έχετε αλητεύσει
  • θά έχουν αλητεύσει