ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αλητεύω
- αλητεύεις
- αλητεύει
- αλητεύουμε
- αλητεύετε
- αλητεύουν
Υποτακτική
- νά αλητεύω
- νά αλητεύεις
- νά αλητεύει
- νά αλητεύουμε
- νά αλητεύετε
- νά αλητεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- αλήτευα
- αλήτευες
- αλήτευε
- αλητεύαμε
- αλητεύατε
- αλήτευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αλητεύω
- θά αλητεύεις
- θά αλητεύει
- θά αλητεύουμε
- θά αλητεύετε
- θά αλητεύουν
Στιγμιαίος
- θά αλητεύσω
- θά αλητεύσεις
- θά αλητεύσει
- θά αλητεύσουμε
- θά αλητεύσετε
- θά αλητεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- αλήτευσα
- αλήτευσες
- αλήτευσε
- αλητεύσαμε
- αλητεύσατε
- αλήτευσαν
Υποτακτική
- νά αλητεύσω
- νά αλητεύσεις
- νά αλητεύσει
- νά αλητεύσουμε
- νά αλητεύσετε
- νά αλητεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αλητεύσει
- έχεις αλητεύσει
- έχει αλητεύσει
- έχουμε αλητεύσει
- έχετε αλητεύσει
- έχουν αλητεύσει
Υποτακτική
- νά έχω αλητεύσει
- νά έχεις αλητεύσει
- νά έχει αλητεύσει
- νά έχουμε αλητεύσει
- νά έχετε αλητεύσει
- νά έχουν αλητεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αλητεύσει
- είχες αλητεύσει
- είχε αλητεύσει
- είχαμε αλητεύσει
- είχατε αλητεύσει
- είχαν αλητεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω αλητεύσει
- θά έχεις αλητεύσει
- θά έχει αλητεύσει
- θά έχουμε αλητεύσει
- θά έχετε αλητεύσει
- θά έχουν αλητεύσει