EL.png αληθεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αληθεύω
  • αληθεύεις
  • αληθεύει
  • αληθεύουμε
  • αληθεύετε
  • αληθεύουν

Υποτακτική

  • νά αληθεύω
  • νά αληθεύεις
  • νά αληθεύει
  • νά αληθεύουμε
  • νά αληθεύετε
  • νά αληθεύουν
 

Προστακτική

  • αλήθευε
  • αληθεύετε

Μετοχή

  • αληθεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αλήθευα
  • αλήθευες
  • αλήθευε
  • αληθεύαμε
  • αληθεύατε
  • αλήθευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αληθεύω
  • θά αληθεύεις
  • θά αληθεύει
  • θά αληθεύουμε
  • θά αληθεύετε
  • θά αληθεύουν

Στιγμιαίος

  • θά αληθεύσω
  • θά αληθεύσεις
  • θά αληθεύσει
  • θά αληθεύσουμε
  • θά αληθεύσετε
  • θά αληθεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αλήθευσα
  • αλήθευσες
  • αλήθευσε
  • αληθεύσαμε
  • αληθεύσατε
  • αλήθευσαν

Υποτακτική

  • νά αληθεύσω
  • νά αληθεύσεις
  • νά αληθεύσει
  • νά αληθεύσουμε
  • νά αληθεύσετε
  • νά αληθεύσουν
 

Προστακτική

  • αλήθευσε
  • αληθεύστε

Απαρέμφατο

  • αληθεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αληθεύσει
  • έχεις αληθεύσει
  • έχει αληθεύσει
  • έχουμε αληθεύσει
  • έχετε αληθεύσει
  • έχουν αληθεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω αληθεύσει
  • νά έχεις αληθεύσει
  • νά έχει αληθεύσει
  • νά έχουμε αληθεύσει
  • νά έχετε αληθεύσει
  • νά έχουν αληθεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αληθεύσει
  • είχες αληθεύσει
  • είχε αληθεύσει
  • είχαμε αληθεύσει
  • είχατε αληθεύσει
  • είχαν αληθεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αληθεύσει
  • θά έχεις αληθεύσει
  • θά έχει αληθεύσει
  • θά έχουμε αληθεύσει
  • θά έχετε αληθεύσει
  • θά έχουν αληθεύσει