EL.png διψώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διψώ
  • διψάς
  • διψά
  • διψούμε
  • διψάτε
  • διψούν

Υποτακτική

  • νά διψώ
  • νά διψάς
  • νά διψά
  • νά διψούμε
  • νά διψάτε
  • νά διψούν
 

Προστακτική

  • δίψα
  • διψάτε

Μετοχή

  • διψώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • διψούσα
  • διψούσες
  • διψούσε
  • διψούσαμε
  • διψούσατε
  • διψούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διψώ
  • θά διψάς
  • θά διψά
  • θά διψούμε
  • θά διψάτε
  • θά διψούν

Στιγμιαίος

  • θά διψάσω
  • θά διψάσεις
  • θά διψάσει
  • θά διψάσουμε
  • θά διψάσετε
  • θά διψάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εδίψασα
  • εδίψασες
  • εδίψασε
  • εδιψάσαμε
  • εδιψάσατε
  • εδίψασαν

Υποτακτική

  • νά διψάσω
  • νά διψάσεις
  • νά διψάσει
  • νά διψάσουμε
  • νά διψάσετε
  • νά διψάσουν
 

Προστακτική

  • δίψασε
  • διψάστε

Απαρέμφατο

  • διψάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διψάσει
  • έχεις διψάσει
  • έχει διψάσει
  • έχουμε διψάσει
  • έχετε διψάσει
  • έχουν διψάσει

Υποτακτική

  • νά έχω διψάσει
  • νά έχεις διψάσει
  • νά έχει διψάσει
  • νά έχουμε διψάσει
  • νά έχετε διψάσει
  • νά έχουν διψάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διψάσει
  • είχες διψάσει
  • είχε διψάσει
  • είχαμε διψάσει
  • είχατε διψάσει
  • είχαν διψάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω διψάσει
  • νά έχεις διψάσει
  • νά έχει διψάσει
  • νά έχουμε διψάσει
  • νά έχετε διψάσει
  • νά έχουν διψάσει