EL.png επιμένω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • επιμένω
  • επιμένεις
  • επιμένει
  • επιμένουμε
  • επιμένετε
  • επιμένουν

Υποτακτική

  • νά επιμένω
  • νά επιμένεις
  • νά επιμένει
  • νά επιμένουμε
  • νά επιμένετε
  • νά επιμένουν
 

Προστακτική

  • επέμενε
  • επιμένετε

Μετοχή

  • επιμένοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • επέμενα
  • επέμενες
  • επέμενε
  • επιμέναμε
  • επιμένατε
  • επέμεναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά επιμένω
  • θά επιμένεις
  • θά επιμένει
  • θά επιμένουμε
  • θά επιμένετε
  • θά επιμένουν

Στιγμιαίος

  • θά επιμείνω
  • θά επιμείνεις
  • θά επιμείνει
  • θά επιμείνουμε
  • θά επιμείνετε
  • θά επιμείνουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • επέμεινα
  • επέμεινες
  • επέμεινε
  • επιμείναμε
  • επιμείνατε
  • επέμειναν

Υποτακτική

  • νά επιμείνω
  • νά επιμείνεις
  • νά επιμείνει
  • νά επιμείνουμε
  • νά επιμείνετε
  • νά επιμείνουν
 

Προστακτική

  • επέμεινε
  • επιμείνατε

Απαρέμφατο

  • επιμείνει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω επιμείνει
  • έχεις επιμείνει
  • έχει επιμείνει
  • έχουμε επιμείνει
  • έχετε επιμείνει
  • έχουν επιμείνει

Υποτακτική

  • νά έχω επιμείνει
  • νά έχεις επιμείνει
  • νά έχει επιμείνει
  • νά έχουμε επιμείνει
  • νά έχετε επιμείνει
  • νά έχουν επιμείνει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα επιμείνει
  • είχες επιμείνει
  • είχε επιμείνει
  • είχαμε επιμείνει
  • είχατε επιμείνει
  • είχαν επιμείνει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω επιμείνει
  • θά έχεις επιμείνει
  • θά έχει επιμείνει
  • θά έχουμε επιμείνει
  • θά έχετε επιμείνει
  • θά έχουν επιμείνει