EL.png σπιτώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σπιτώνω
  • σπιτώνεις
  • σπιτώνει
  • σπιτώνουμε
  • σπιτώνετε
  • σπιτώνουν

Υποτακτική

  • νά σπιτώνω
  • νά σπιτώνεις
  • νά σπιτώνει
  • νά σπιτώνουμε
  • νά σπιτώνετε
  • νά σπιτώνουν
 

Προστακτική

  • σπίτωνε
  • σπιτώνετε

Μετοχή

  • σπιτώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • σπίτωνα
  • σπίτωνες
  • σπίτωνε
  • σπιτώναμε
  • σπιτώνατε
  • σπίτωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σπιτώνω
  • θά σπιτώνεις
  • θά σπιτώνει
  • θά σπιτώνουμε
  • θά σπιτώνετε
  • θά σπιτώνουν

Στιγμιαίος

  • θά σπιτώσω
  • θά σπιτώσεις
  • θά σπιτώσει
  • θά σπιτώσουμε
  • θά σπιτώσετε
  • θά σπιτώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • σπίτωσα
  • σπίτωσες
  • σπίτωσε
  • σπιτώσαμε
  • σπιτώσατε
  • σπίτωσαν

Υποτακτική

  • νά σπιτώσω
  • νά σπιτώσεις
  • νά σπιτώσει
  • νά σπιτώσουμε
  • νά σπιτώσετε
  • νά σπιτώσουν
 

Προστακτική

  • σπίτωσε
  • σπιτώστε

Απαρέμφατο

  • σπιτώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σπιτώσει
  • έχεις σπιτώσει
  • έχει σπιτώσει
  • έχουμε σπιτώσει
  • έχετε σπιτώσει
  • έχουν σπιτώσει

Υποτακτική

  • νά έχω σπιτώσει
  • νά έχεις σπιτώσει
  • νά έχει σπιτώσει
  • νά έχουμε σπιτώσει
  • νά έχετε σπιτώσει
  • νά έχουν σπιτώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σπιτώσει
  • είχες σπιτώσει
  • είχε σπιτώσει
  • είχαμε σπιτώσει
  • είχατε σπιτώσει
  • είχαν σπιτώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σπιτώσει
  • θά έχεις σπιτώσει
  • θά έχει σπιτώσει
  • θά έχουμε σπιτώσει
  • θά έχετε σπιτώσει
  • θά έχουν σπιτώσει