ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σπιτώνω
- σπιτώνεις
- σπιτώνει
- σπιτώνουμε
- σπιτώνετε
- σπιτώνουν
Υποτακτική
- νά σπιτώνω
- νά σπιτώνεις
- νά σπιτώνει
- νά σπιτώνουμε
- νά σπιτώνετε
- νά σπιτώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- σπίτωνα
- σπίτωνες
- σπίτωνε
- σπιτώναμε
- σπιτώνατε
- σπίτωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά σπιτώνω
- θά σπιτώνεις
- θά σπιτώνει
- θά σπιτώνουμε
- θά σπιτώνετε
- θά σπιτώνουν
Στιγμιαίος
- θά σπιτώσω
- θά σπιτώσεις
- θά σπιτώσει
- θά σπιτώσουμε
- θά σπιτώσετε
- θά σπιτώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- σπίτωσα
- σπίτωσες
- σπίτωσε
- σπιτώσαμε
- σπιτώσατε
- σπίτωσαν
Υποτακτική
- νά σπιτώσω
- νά σπιτώσεις
- νά σπιτώσει
- νά σπιτώσουμε
- νά σπιτώσετε
- νά σπιτώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω σπιτώσει
- έχεις σπιτώσει
- έχει σπιτώσει
- έχουμε σπιτώσει
- έχετε σπιτώσει
- έχουν σπιτώσει
Υποτακτική
- νά έχω σπιτώσει
- νά έχεις σπιτώσει
- νά έχει σπιτώσει
- νά έχουμε σπιτώσει
- νά έχετε σπιτώσει
- νά έχουν σπιτώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα σπιτώσει
- είχες σπιτώσει
- είχε σπιτώσει
- είχαμε σπιτώσει
- είχατε σπιτώσει
- είχαν σπιτώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω σπιτώσει
- θά έχεις σπιτώσει
- θά έχει σπιτώσει
- θά έχουμε σπιτώσει
- θά έχετε σπιτώσει
- θά έχουν σπιτώσει