ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- λιθοβολώ
- λιθοβολείς
- λιθοβολεί
- λιθοβολούμε
- λιθοβολείτε
- λιθοβολούν
Υποτακτική
- νά λιθοβολώ
- νά λιθοβολείς
- νά λιθοβολεί
- νά λιθοβολούμε
- νά λιθοβολείτε
- νά λιθοβολούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- λιθοβολούσα
- λιθοβολούσες
- λιθοβολούσε
- λιθοβολούσαμε
- λιθοβολούσατε
- λιθοβολούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά λιθοβολώ
- θά λιθοβολείς
- θά λιθοβολεί
- θά λιθοβολούμε
- θά λιθοβολείτε
- θά λιθοβολούν
Στιγμιαίος
- θά λιθοβολήσω
- θά λιθοβολήσεις
- θά λιθοβολήσει
- θά λιθοβολήσουμε
- θά λιθοβολήσετε
- θά λιθοβολήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- λιθοβόλησα
- λιθοβόλησες
- λιθοβόλησε
- λιθοβολήσαμε
- λιθοβολήσατε
- λιθοβόλησαν
Υποτακτική
- νά λιθοβολήσω
- νά λιθοβολήσεις
- νά λιθοβολήσει
- νά λιθοβολήσουμε
- νά λιθοβολήσετε
- νά λιθοβολήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω λιθοβολήσει
- έχεις λιθοβολήσει
- έχει λιθοβολήσει
- έχουμε λιθοβολήσει
- έχετε λιθοβολήσει
- έχουν λιθοβολήσει
Υποτακτική
- νά έχω λιθοβολήσει
- νά έχεις λιθοβολήσει
- νά έχει λιθοβολήσει
- νά έχουμε λιθοβολήσει
- νά έχετε λιθοβολήσει
- νά έχουν λιθοβολήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα λιθοβολήσει
- είχες λιθοβολήσει
- είχε λιθοβολήσει
- είχαμε λιθοβολήσει
- είχατε λιθοβολήσει
- είχαν λιθοβολήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω λιθοβολήσει
- νά έχεις λιθοβολήσει
- νά έχει λιθοβολήσει
- νά έχουμε λιθοβολήσει
- νά έχετε λιθοβολήσει
- νά έχουν λιθοβολήσει