ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- εισβάλω
- εισβάλεις
- εισβάλει
- εισβάλουμε
- εισβάλετε
- εισβάλουν
Υποτακτική
- νά εισβάλω
- νά εισβάλεις
- νά εισβάλει
- νά εισβάλουμε
- νά εισβάλετε
- νά εισβάλουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- εισέβαλα
- εισέβαλες
- εισέβαλε
- εισβάλαμε
- εισβάλατε
- εισέβαλαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά εισβάλω
- θά εισβάλεις
- θά εισβάλει
- θά εισβάλουμε
- θά εισβάλετε
- θά εισβάλουν
Στιγμιαίος
- θά εισβάλω
- θά εισβάλεις
- θά εισβάλει
- θά εισβάλουμε
- θά εισβάλετε
- θά εισβάλουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εισέβαλα
- εισέβαλες
- εισέβαλε
- εισβάλαμε
- εισβάλατε
- εισέβαλαν
Υποτακτική
- νά εισβάλω
- νά εισβάλεις
- νά εισβάλει
- νά εισβάλουμε
- νά εισβάλετε
- νά εισβάλουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω εισβάλει
- έχεις εισβάλει
- έχει εισβάλει
- έχουμε εισβάλει
- έχετε εισβάλει
- έχουν εισβάλει
Υποτακτική
- νά έχω εισβάλει
- νά έχεις εισβάλει
- νά έχει εισβάλει
- νά έχουμε εισβάλει
- νά έχετε εισβάλει
- νά έχουν εισβάλει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα εισβάλει
- είχες εισβάλει
- είχε εισβάλει
- είχαμε εισβάλει
- είχατε εισβάλει
- είχαν εισβάλει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω εισβάλει
- θά έχεις εισβάλει
- θά έχει εισβάλει
- θά έχουμε εισβάλει
- θά έχετε εισβάλει
- θά έχουν εισβάλει