EL.png εισχωρώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εισχωρώ
  • εισχωρείς
  • εισχωρεί
  • εισχωρούμε
  • εισχωρείτε
  • εισχωρούν

Υποτακτική

  • νά εισχωρώ
  • νά εισχωρείς
  • νά εισχωρεί
  • νά εισχωρούμε
  • νά εισχωρείτε
  • νά εισχωρούν
 

Προστακτική

  • εισχώρα
  • εισχωρείτε

Μετοχή

  • εισχωρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εισχωρούσα
  • εισχωρούσες
  • εισχωρούσε
  • εισχωρούσαμε
  • εισχωρούσατε
  • εισχωρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εισχωρώ
  • θά εισχωρείς
  • θά εισχωρεί
  • θά εισχωρούμε
  • θά εισχωρείτε
  • θά εισχωρούν

Στιγμιαίος

  • θά εισχωρήσω
  • θά εισχωρήσεις
  • θά εισχωρήσει
  • θά εισχωρήσουμε
  • θά εισχωρήσετε
  • θά εισχωρήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εισχώρησα
  • εισχώρησες
  • εισχώρησε
  • εισχωρήσαμε
  • εισχωρήσατε
  • εισχώρησαν

Υποτακτική

  • νά εισχωρήσω
  • νά εισχωρήσεις
  • νά εισχωρήσει
  • νά εισχωρήσουμε
  • νά εισχωρήσετε
  • νά εισχωρήσουν
 

Προστακτική

  • εισχώρησε
  • εισχωρήστε

Απαρέμφατο

  • εισχωρήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εισχωρήσει
  • έχεις εισχωρήσει
  • έχει εισχωρήσει
  • έχουμε εισχωρήσει
  • έχετε εισχωρήσει
  • έχουν εισχωρήσει

Υποτακτική

  • νά έχω εισχωρήσει
  • νά έχεις εισχωρήσει
  • νά έχει εισχωρήσει
  • νά έχουμε εισχωρήσει
  • νά έχετε εισχωρήσει
  • νά έχουν εισχωρήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εισχωρήσει
  • είχες εισχωρήσει
  • είχε εισχωρήσει
  • είχαμε εισχωρήσει
  • είχατε εισχωρήσει
  • είχαν εισχωρήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω εισχωρήσει
  • νά έχεις εισχωρήσει
  • νά έχει εισχωρήσει
  • νά έχουμε εισχωρήσει
  • νά έχετε εισχωρήσει
  • νά έχουν εισχωρήσει